Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Πριν ή τελειώση ταύτην, βλέπει μικρόν τρίπουν κείμενον ενώπιόν του, και επ' αυτού εφθά ωά αχνίζοντα, οπώρας και γάλα. Ο Πλήθων εδείπνησε σιωπηλός, και δεν ετόλμα να άρη την φωνήν προς ευχαριστίαν σεβόμενος της φιλοξένου θεάς το αόρατον. Ότε δε απεκοιμήθη επί της χλωράς κοιτίδος, τότε τω επεφάνη καθ' ύπνους η Δρυάς. Ήτο υψηλή και ωραία, η ξανθή κόμη της ήτο περιδεδεμένη με θαλλούς και με αστάχεις.
Καταιμωδιασμένη, απηλπισμένη, κροτούσα τους οδόντας εκ του ψύχους, έχουσα τον βόρβορον υπό τους πόδας της και την χάλαζαν άνω της κεφαλής της, μη ευρίσκουσα αλλού προφύλαξιν, εισήλθεν υπό μικρόν λέβητα, εντός του οποίου άλλοτε, κατά τας ευτυχείς ημέρας της, έβραζε το γάλα των κατσικών, το οποίον μετεποίει εις τυρόν ή γιαγούρτι.
Συνάζουσιν επίσης ακρίδας, τας οποίας αφού ξηράνωσιν εις τον ήλιον, τας αλέθουσι και επιπάσσοντες αυτάς εις γάλα, το πίνουσιν. Έκαστος αυτών έχει συνήθως πολλάς γυναίκας, αλλά μεταχειρίζονται όλας κοινώς, σχεδόν κατά τον τρόπον των Μασσαγετών· στήνοντες ενώπιόν των ράβδον, μιγνύονται μετ' αυτών.
Το δείπνο τους ήταν λιτό: χυλός από γάλα που δεν φούσκωνε το στομάχι και άφηνε διαυγή και φωτεινή τη σκέψη σαν το μεγάλο ανοιξιάτικο ουρανό. Και όμως, πότε πότε την ντόνα Έστερ την κυρίευαν οι τύψεις και από το μυαλό της περνούσε μια κρυφή, ένοχη σχεδόν, σκέψη.
Έτσι γλυκοτραγούδησαν τα δυο κοπέλια εκείνα κ' εστράφηκε ο γιδοβοσκός κ' έτσι είπε κρίνοντάς τα: «Είνε γλυκό το στόμα σου, γλυκειά η φωνή σου, Δάφνη. »Κάλλιο ν' ακούω τραγούδι σου παρά να γλείφω μέλι. »Πάρε και το σουραύλι του· νίκησες στο τραγούδι. »Κι αν θες, εκεί που βόσκομε, κ' εμένα να με μάθης, »μ' εκείνη την ακέρατη θα σε πληρώσω γίδα, »που την καρδάρα ξεχειλά με το πολύ της γάλα».
Του Αριστίωνα ως τόσο μήτε του πουλιού το γάλα δεν τούλειπε. Ως και χόρευε και ξεφάντωνε, κι απάνω από τα τειχίσματα τον έβριζε και τον περγελούσε το Σύλλα. Πήγανε μια μέρα μερικοί νοικοκυρέοι και τον παρακαλέσανε να τους λυπηθή τέλος και να κάμη ειρήνη. Τους αράδιασε όλους, και τους έκαμε σημάδι για τις σαϊτιές του. Μετά πολλά έστερξε κ' έστειλε δυο τρεις δικούς του να μιλήσουν του Σύλλα.
Έτσι είπε, και το Γιατρεφτή φωνάζει ναν τον γιάνει. Και βάζοντας του ο Γιατρεφτής μαλαχτικά βοτάνια, 900 τον γιάτρεψε· τι δα θνητός δεν είτανε πλασμένος. Πώς τ' άσπρο γάλα κι' άπηχτο γοργή η πυτιά το πήζει και γύρω με το χτύπημα μαζέβει χέρι χέρι, έτσι τον Άρη γιάτρεψαν αμέσως τα βοτάνια. Κι' η Ήβα νιόπλυτα σκουτιά τον λούζει και του βάνει· 905 κι' έτσι στο Δία κάθησε σιμά καμαρωμένος.
Όταν ποτέ είδε δύο φιλοσόφους αμαθεστάτους, οίτινες συνεζήτουν αλληλοϋβριζόμενοι και ο μεν απηύθυνεν ανοήτους ερωτήσεις, ο δε άλλος απήντα παραλόγως, Δεν σας φαίνεται, φίλοι μου, είπε προς τους παρισταμένους, ότι ο μεν είς εκ τούτων αμέλγει τράγον, ο δε άλλος κρατεί από κάτω κόσκινον διά να δεχθή το γάλα;
— Τι είπαν; — Είπαν όλα, όσα συνηθίζουν οι άνθρωποι να λέγουν εις τοιαύτας περιστάσεις, όταν έρχωνται να ζητήσουν εις γάμον: Την αγαπώ και με αγαπά· Και εκεί που είναι εδώ γάλα μέσα 'στον κάδο για ένα, είναι και για δυο!» — Αλλά για σένα είναι πολύ υψηλά!, είπεν ο μυλωθρός, «κάθεται επάνω σε σιμιγδάλι, σε χρυσοσιμίγδαλο, καθώς ξέρεις· δεν μπορείς να την φθάσης.» — Τίποτε δεν κάθεται τόσον υψηλά!
Κι έπειτα ο καιρός ήταν φοβερός και δεν μετακινήθηκε από τον τόπο του. Έβηχε, και ένας χαμάλης του έφερνε πότε πότε λίγο ζεστό γάλα. Τι καιρός ήταν; Τι καιρός!» επανέλαβε ο Τζατσίντο και σήκωσε το κεφάλι για να δει γύρω, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι η νύχτα ήταν όμορφη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν