Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Η απλή ακόμα υπόθεσις γι' αυτό είναι γελοία. Ας αφήσουμε τους φαύλους τούτους κι ας προχωρήσουμε στη συζήτηση για τις καλλιτεχνικές ιδιότητες, που χρειάζεται ο αληθινός κριτικός. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Και ποιες είν' αυτές; Πες μου τες εσύ ο ίδιος.
Γι' αυτό Βουνόμου, σ' αγαπώ Περίσσ' απ' όλα τάλλα, Γι' αυτό μέσα 'ς τανέγνωρα Και μυστικά μου βάθια Τόσο κρυφά, τόσ' άστοχα Θερμή έχεις γίνει αγάπη. Αθήναι 15 Ιουλίου 1892. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Πώχεις παλάτια μαγικά 'ςτά ισκιερά τα δάση.
Το ζήτημα είναι, τι γλώσσα γράφει κανείς, με τι τρόπο τη γράφει, κι αν η γλώσσα που γράφει είναι ή δεν είναι σωστή. Μα μείντε ήσυχοι. Μήτε γι' αφτό το ζήτημα δε θέλω να σας πω τίποτις.
Όλοι κάτω από την κουβέρτα θα γυρίσουμε», είπε η γριά, και η Νατόλια έφυγε μ’ ένα βάρος στην καρδιά. Πράγμα παράξενο∙ ξαναπερνώντας εμπρός από το σπίτι των Πιντόρ είδε τον Έφις να ανηφορίζει στον έρημο δρόμο. Προχωρούσε σκυφτός κάτω από το βάρος του δισακιού, τόσο σκυφτός που έμοιαζε να ψάχνει κάτι καταγής. «Η γριά θα πεθάνει και γι’ αυτό βλέπει κιόλας», σκέφτηκε η Νατόλια.
Ραψωδία Β Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη, και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα. ενδύθη και το κοφτερό 'ς τον ώμον έζωσε ξίφος, 'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 5 τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι. και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει, 10 όχι μόνος• γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν• και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη• και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν• 'ς την έδρα κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο. και ο ήρωας 'ς αυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη, 15 'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρα 'ς τον νου του. ότι παιδί του αγαπητό 'ς το Ίλιον είχε πάει με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια, ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο. 20 του έμεναν τρεις• ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν, κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους• και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη• γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε•
Ο κοντόχοντρος βοηθός του Μπάρμπα Μάρκου του μάγειρα που στις έξη μήνες μόλις μια φορά άφινε το καράβι, και γι' αυτό ο Ρένας το νόμιζε ανέκαθε πολύ φτωχό και φορτωμένο με οικογενειακά βάρη, του αποκάλυψε σε μια ομιλία, τραβηγμένη μ' έξυπνο τρόπο, ότι ήτανε πλούσιος. Είχε κάπου είκοσι χιλιάδες δραχμές· όλες καμωμένες από το ναυτικό. Τον ρώτησε: — Πόσο χρόνων είσαι; — Σαράντα πέντε.
Δεν θέλω να ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό.» Ο Έφις όμως εναντιώθηκε. «Γιατί εγώ δεν του πήγα ποτέ την απάντηση, ντόνα Νοέμι! Πώς μπορούσα να του την πάω; Δεν τολμούσα και γι’ αυτό έφυγα.»
Μα όποιος την προσταγή μου θέλει παρακούση, άντρας, γυναίκα κι ό, τι ’ναι τ’ ανάμεσό τους, απόφαση θανατική γι’ αυτόν θε να ’βγη, του λαού το πετροβόλισμα δε θα ξεφύγη. Τ’ ακούς ή δεν τ’ ακούς; ή σε κουφό τα λέω;
Το κράτος γι' αυτούς πρέπει να ξοδεύει χρήματα για στρατό, για ναυτικό, για σκολειά στην Τουρκιά, για προπαγάντα, για προξενεία. Και τα χρήματα δεν τα πληρώνουν αυτοί, παρά ο λαός που κατοικεί μέσα στα σύνορα του κράτους. Μα ο λαός αυτός τα πληρώνει, για να γίνουν προπάντων διάφορα άλλα πράματα, που τα έχει ανάγκη αυτός.
ΓΟΝΖ. Κάθε πράμμα, κοινό για όλους, θα το εγεννούσε η φύσις δίχως ίδρωτά μας, δίχως δυσκολία· αφού η προδοσίες και οι φόνοι ήθελε είναι αγνώριστα, τι χρεία θα είχα για σπαθιά, για κοντάρια, για τουφέκια, ή γι' άλλη μηχανή; δεν θα τα ήθελα· έπρεπε μοναχή της η φύσις να βγάνη άφθονα όλα τα καλά, να τρέφεται ο άκακος λαός μου. ΣΕΒΑΣΤ. Δεν θα εγνώριζαν παντρειές οι υπηκόοι του;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν