Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
ΚΡΕΟΥΣΑ Γέρο, που του πατέρα μου ήσουν' παιδαγωγός του Ερεχθέως μια φορά, που ήταν στο φως ακόμα, σύρε στον τόπο του θεού που δίνει τους χρησμούς του, να πάρης ευχαρίστησι και συ μαζύ μ' εμένα, αν τύχη και ο βασιληάς Λοξίας αποκρίθη με το χρησμό του, πως παιδιού μητέρα θα γενώ.
Και όμως Μια 'πιθυμία μ' έλαβε, Να πάω να κυτάξω Τι είναι. Πώς να καταβώ; . . . Θα πέσω . . . Να πετάξω; . . . Κομμάτια ήθελα γενώ 'Στόν πάτο . . Ω! τι τρόμος! . . . Και ήθελα να κατεβώ, Και ήθελα να φύγω. Ο φόβος μου μ' εκράταε. Με σπρώχν' η 'πιθυμία. Και τέλος κάμνω απόφασι, Κάμνω δοκιμασία Να καταβώ· παρεμπρός Προυχώρησα ολίγο.
— Πάει! Σκοτώθηκεν! Επανελάμβανεν έκφρων η γραία. Τι να γένω! Μετά τινας στιγμάς όμως συνήλθεν εις εαυτήν η Δεσποινιώ. Πλην δεν ηδύνατο να μετακινηθή εκ του εδάφους.
«Νόμο βγάλαν η γυναίκες, όταν νηός τη νηά ποθή, δεν μπορεί να την πλακώση στη γρηά προτού χωθή• κι' αν προτήτερα δεν θέλη της γρηές να της γαμή, και της νηές επιθυμή, τότε κ' η γρηές θα βγαίνουν, και θα τρέχουν κούτσα—κούτσα, κι' ατιμωρητί θ' αρπάζουν καθε νηόν από την πούτσα! ΝΕΑΝΙΑΣ Τότε Προκρούστης θα γενώ κ' εγώ, αλλοίμονό μου! Α' ΓΡΑΥΣ θα πας με τη διάταξι και του δικού μας νόμου.
— Καϋμένε! αν είνε αλήθεια πως έχ 'ς φλουριά και δεν τα μαρτυράς! — Έχω κλάρες! απαντά ο Μπάρμπα-Δήμαρχος και διακόπτων τας δύο λέξεις από εντροπήν τάχα. Το Χρυσώ, η ατυχής κόρη, ενδυθείσα πάλιν τα σκιερά του πένθους ενδύματά της, κατήλθεν εις το κατώγειον κάτω και πεσούσα εις το κλινίδιον του πατρός της εθρήνει και ωλόλυζεν απαρηγόρητος: — Τι θα γένω! Τι θα γένω!
Κι' έτσι είπε αναστενάζοντας μες στη γερή καρδιά του «Ωχού, τι θα γενώ; Ντροπής αν τραβηχτώ από δείλια στον όχλο ομπρός· χειρότερα, αν πάλι εδώ με πιάσουν 405 μονάχο, αφού το φόβισε το πλήθος τ' άλλο ο Δίας.
Και ήμουν ειλικρινής. — Σε πιστεύω, μα δε φοβάσαι συ, εγώ φοβούμαι. Να γενώ αφορμή ν' αρρωστήσης και τέτοια αρρωστιά; Θεός φυλάξοι, καλλίτερα ν' αποθάνω εγώ δέκα θανάτους. Κεκειά που θα πάω, δε θα βρω ποτε ανάπαψη. Εγώ θέλω, παιδί μου, να ζήσης και να καλοπεράσης τη ζωή σου. Μόνο τότε θάμαι κεγώ χαρούμενη στον άλλον κόσμο. Εγώ ένα πράμμα θέλω από σένα, να με θυμάσαι.
Ακόμη δεν είχε τελειώσει αυτόν τον λόγον, και ευθύς τον απαρατώ. Υπάγω του είπα, να ιδώ που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα, θέλω ο ίδιος να γένω κριτής της ωραιότητός της· αμφιβάλλω πολλά, ότι αυτή θα είναι τόσον εξαισία, καθώς μου την περιγράφεις. Ο λαλάς μου ετρόμαξεν εις τούτην την απόφασιν, και άρχισε να με εμποδίζη.
Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλλα, Την εχαιρέτισε γλυκά και της μιλάει με πόνο. — Βγάλε τρεις σίκλους, λιγερή, να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος, Και θα σου δώσω μάλαμμα για τον καλό σου κόπο. — Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιής κι' εσύ κι' ο μαύρος, Το μάλαμμά σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει, Έχω τον άντρα μου μακρυά, στης Ξενιτειάς τα μέρη, Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω, Κι αν ως τα τότε δεν ερθή, θα κόψω τα μαλλιά μου Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω. — Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν