United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα κορίτσια! . . . Τα κορίτσια.! . . . πέσανε μέσα!. . , Κύτταξε! . . . . Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί; . . . Πως κάμανε; . . . Και ταφίνετε μοναχά τους, κοντά στην στέρνα, νερό γεμάτη! . . . Καλά που βρέθηκα! . . . Να τώρα πέρασα κ' εγώ . . . . Ο θεός μ' έστειλε!

Βάλε μένα κάτω, και τρέχα συ με τη μάννα, και μη φοβάσαι. Πρώτη φορά δεν είναι που εγώ βρέθηκα μες στα νύχια τους. Βάλε με κάτω, σου λέω· ακούς; μ' αφίνεις κάτω, ή σου σφίγγω το λαιμό και σε πνίγω. — Πνίξε με, να γλυτώσης· μουρμουρίζ' η Μαριώ. — Τρέχα λοιπόν, ίσια στη θάλασσα. Βάρκα δεν έμεινε, έφυγαν όλες και πάνε. Ίσια στο γιαλό, και μας πιάσανε. Σκλάβα θα σε πάρουν, καημένη, κι αλλοίμονό σου!

Είμεθα μετά τα διαμάντια και το χρυσάφι ό,τι είχε πολυτιμότερο. Βρέθηκα μάρτυρας σε μια μάχη, που παρόμοια δεν έχετε στα δικά σας κλίματα της Ευρώπης. Οι βόρειοι λαοί δεν έχουν το αίμα τόσο αψύ. Δεν έχουν τη λύσσα για τις γυναίκες, που είναι κοινή σ' όλη την Αφρική.

Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω· « — Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω . . . Μην τρομάζης! φεύγω αμέσως, κοπέλλα μουΠλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ' επερίμενα.

Κατόπι βρέθηκα στρωμένος σε μέρος που με το φως ενός φαναριού με κοιτάζανε, με ψάχνανε, μ' έδεναν, κ' ύστερα ύστερα βυθίστηκα, και πια δεν έβλεπα τίποτις, δεν άκουγα τίποτις. Πρέπει ακόμα δυο λόγια να πω, πρι να κλείσω την ιστορία μου.

Μόνον από καιρού εις καιρόν ησθάνετο κάτι κτυπούν το στήθος του προς αριστερά, ωσεί η καρδία ήθελε ν' ανοίξη και να φύγη εκείθεν. . . Ούτω περί το γλυκοχάραγμα είχε φθάσει εις τους πρόποδας ενός λόφου και επερικυκλώθη αίφνης υπό ποιμενικών σκύλων, υλακτούντων θορυβωδώς. Τότε συνήλθεν εις εαυτόν κ' εστάθη περισκοπών το μέρος πέριξ. — Μωρέ, πού 'βρέθηκα!. . εσκέφθη απορών.

Τα κάλλη σου κι' η χάρες σου ποιο δεν υποδουλώνουν; Καθένα αρπάζουν άξαφνα, βαριά τον αλυσόνουν. Αν σ' ίδα και σ' αγάπησα σε τι έσφαλλα ο καϋμένος; Ο Έρως βρόχι μώστησε, και βρέθηκα πιασμένος. Και τώστησε ο παμπόνηρος στης κόραις των ματιών σου, Χωρίς φτερά μ' απόθισε παιγνίδι των χεριών σου.

Αλλά το παράδοξον ον με τον πόδα ανέτρεψε το φανάριον το οποίον έσβυσεν ευθύς, και με τας δύο χείρας συνέλαβεν από τους βραχίονας τα δύο τρέμοντα παιδία. —Ποιος είνε κάσσα, βρε; Τα δύο παιδία ήσπαιρον και εδοκίμαζαν να φύγουν. —Μη φοβάστε, δε σας τρώω. Δόστε μου τους παράδες σας, για να μη μαλλώσετε και σκοτωθήτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα.

ΙΩΝ Σε παράνομο μην τύχη κ' ήλθες γάμο; ΞΟΥΘΟΣ Ε, πάντα ο νηός είνε τρελλός. ΙΩΝ Πριν πάρης του Ερεχθέως την κόρη; ΞΟΥΘΟΣ Πριν, όχι ύστερα ΙΩΝ Λοιπόν μ' έχεις γεννήση προτήτερ' απ' το γάμο σου; ΞΟΥΘΟΣ Τα χρόνια συμφωνούνε και με την ηλικία σου. ΙΩΝ Πώς βρέθηκα δω πέρα; ΞΟΥΘΟΣαυτό δεν ξέρω τι να ειπώ; ΙΩΝ Πώς πήρα τόσο δρόμο; ΞΟΥΘΟΣ Παραξενεύομαι κ' εγώ.

Την αφήκα με τη Γαρουφαλιά, αφού την καθησύχασα με δυο λόγια, κ' ελπίζω πως δε θα της ξανάρθη το φρένιασμα της απελπισιάς. Έτρεχα με τρομάρα κατόπι της, σα βγήκε από το κοιμητήριο, και να την προφτάξω δεν είχα δύναμη. Ο Θεός με φώτισε και πήρα το μονοπάτι και βρέθηκα ομπροστά της τη στιγμή που χύμιζε όξω φρενών κατά τον γκρεμνό.