United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τη είπεν όμως με φωνήν τρέμουσαν·Δεν φέρεσαι καλά, κυρά· εγώ ήλθα να σε παρακαλέσω δι' ένα μικρόν πράγμα, καθώς ενόμιζα, και συ το έκαμες βουνόν. Ας είνε, εγώ θα παραπονεθώ και εις τον άνδρα σου ακόμη, και ελπίζω εκείνος να φερθή διακριτικώτερα. — Φεύγ' απ' εδώ, έγρυξεν η χωρική. Η Αϊμά εξήλθεν εκ της μικράς επαύλεως αιδήμων και τεταραγμένη.

Και τωόντι, όταν ο καπετάν-Θοδωρής και αι γυναίκες εθεώντο εν μυστηριώδει εκστάσει τον ανακαλυφθέντα θησαυρόν, θα διήρχετο από έμπροσθέν των ανύποπτος όλως ο αρχιληστής, αν το συμβάν εις τον Θανάσην δεν ηνάγκαζε και αυτόν να παραστρατήση προς το βουνόν.

Και ευθύς επρόσταξεν ο βασιλεύς να ετοιμάσουν τα άλογα και εκαβαλλίκευσε με αρκετήν παράταξιν, έχοντας οδηγόν τον ψαράν και φθάνοντες εις το αντίκρυ βουνόν, από το όπισθεν μέρος είδον μίαν ευρυχωροτάτην πεδιάδα, και εθαύμασαν διότι δεν την είχεν ιδεί ποτέ κανένας· και τέλος πάντων έφθασαν εις την λίμνην της οποίας το νερόν ήτο καθαρώτατον τόσον, ώστε τα ψάρια όλα που εφαίνοντο μέσα ήσαν παρόμοια με εκείνα τα οποία ο ψαράς είχε προσφέρει του βασιλέως.

Και τότε, όπου και αν θάψουν το σώμα του, αν δεν το αφήσουν άταφον εις καμμίαν τάφρον ως ψωφήμι και αν ρίψουν επάνω του χώμα άφθονον, βουνόν ολόκληρον, το βουνόν της Κεφάλληνίας, την επομένην αυγήν ο τάφος θα ραγισθή απ' επάνω έως κάτω, το χώμα θα σκορπίση εδώ κ' εκεί και το σώμα του θα ριφθή έξω.

Τότε εκείνοι μου έδωσαν ένα μαχαίρι να κρατώ εις τας χείρας μου, έπειτα έφεραν ένα δέρμα κριαρίου τότε εγκαίρως σφαγμένον, λέγοντάς μου· πρέπει να σε ράψωμεν μέσα εις τούτο το δέρμα και αφού αναχωρήσωμεν ημείς από τούτο το δώμα, θέλει έλθη ένα μεγάλον όρνεον ονομαζόμενον Ροκ· αυτό στοχαζόμενόν σε διά κριάριον, θέλει σε αρπάξει εις τα νύχιά του και θέλει σε φέρει έως εις τα σύγνεφα, όμως μη φοβηθής· έπειτα θέλει σε κατεβάσει εις ένα βουνόν, και όταν σε αποθέση εις την γην, βγάλε το μαχαίρι και σχίσον το δέρμα και το όρνεον βλέποντάς σε με το μαχαίρι θέλει φύγει· έπειτα θέλεις ιδή εκεί ολίγον μακρύτερα ένα ωραιότατο παλάτι σκεπασμένον με χρυσές πλάκες και λιθοκόλητον με πολύτιμα πετράδια, εις το οποίον θέλεις εμβεί μέσα, επειδή η θύρα μένει πάντοτε ανοικτή· ημείς όλοι εμπήκαμεν εις εκείνο και τι είδαμε, δεν σου το λέγομεν διότι θέλεις ιδεί οφθαλμοφανώς σου τα πάντα· και αφού μου είπαν όλα αυτά, με έρραψαν εις το δέρμα επάνω εις ένα δώμα.

Διά τούτο όταν μετέβαινον εις την Μονήν το θάρρος των ήτο στερεόν και ακλόνητον. Αλλ' από της εξαφανίσεως του θυρωρού συνεταράχθησαν κ' εν βία ενήργουν. Εκλονίσθη η καρδία των κ' εν απεριγράπτω φόβω ανέβαινον το βουνόν, θέλοντες να επανέλθωσιν εις τον έρημον της Κεχρεάς όρμον, όπου είχον αποκρύψει την λέμβον των. Από της αγρίας εκείνης ακτής μέχρι του Μοναστηρίου η απόστασις είνε δίωρος.

Αντικρύ εις το Πήλιον έμελλε να κρυφθή μετά μίαν ώραν το πολύ, αλλά πριν να κρυφθή θα έχανε σχεδόν το φέγγος του, όσον θα εκοντοζύγωνεν εις το μέγα βουνόν. Αι δρύες του Αραδιά εφαίνοντο ως να έρριπτον την σκιάν των προς τον ουρανόν και το φεγγάρι εθόλωνεν, εθόλωνεν. Εγώ είχα την ιδέαν ότι ο Κωστής θα είξευρε καλλίτερ' από εμέ τον δρόμον, ως νέος και κατοικών διαρκώς εις τον τόπον.

Αφού δε έβαλα εις την είσοδον τον φράκτην, ο οποίος είνε πέτρα πολύ μεγάλη, και άναψα φωτιάν με το δενδρον το οποίον είχα φέρει από το βουνόν, εφάνηκαν που προσπαθούσαν να κρυφθούν• εγώ δε συνέλαβα μερικούς, ως ήτο φυσικόν, και τους έφαγα, διά να τους τιμωρήσω ως ληστάς.

Εάν έμειναν την νύκτα εις το βουνόν, θα ευρίσκοντο εις έν από τα μανδριά των ποιμνίων. Η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, ήτις δεν είχεν ύπνον να κοιμηθή, όπως δεν εκοιμάτο και η Φραγκογιαννού προ ημερών, όταν εσυντρόφευε την λεχώ, την κόρην της, εσηκώθη και ηρώτησε : — Ποιος είνε;

Αλλ' όταν επάνω εις το βουνόν εσταμάτησα διά να ξεκουρασθώ, άφησα το δισάκκι, και όταν το ξαναπήρα, κατά λάθος τα χρήματα ήσαν εις το πίσω μέρος και εγώ εκράτουν σφιγκτά το εμπροσθινόν με τα ψωμιά. Ω! Τι έπαθα! — Και πού είνε τα χρήματα τώρα! κραυγάζει πάλιν ο αρχιληστής αγριώτερον, μη εννοών. — Θα τα πήραν αι Νεράιδες! επαναλαμβάνει ο Θανάσης.