Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Έφεξεν ο θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ αι υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν- Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν όπως ήτο καθισμένον αν δεν έπνεεν νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και έν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία.

Ενσκήπτουσιν αύται από της οδού κατά του μόλις εξυπνήσαντος ή και κοιμωμένου έτι ακάκου θνητού, απαράλλακτα όπως κατά την οθωμανικήν παροιμίαν μεταβαίνει το βουνόν προς τον Μωάμεθ, οσάκις αυτός δεν ευκαιρεί να μεταβή προς εκείνο. Ας παρέλθωμεν τους δυστυχείς σαλεποπώλας, οίτινες, αν δεν ανήκουσιν ήδη εις το παρελθόν, είνε όμως αναντιρρήτως εκπεσούσα πλέον μεγαλειότης.

Και κάτω εις τα χαμόκλαδα, και επάνω εις τας φασκομηλέας άλλαι οικογένειαι, και νύμφαι με τα νυμφικά των, και μνηστευμέναι με τα λευκά των, και κόσμος προσκυνητών πέραν και από το βουνόν με φανάρια κατήρχοντο, ποιμένες, βραδύναντες, και η κυρά- Ασημίτσα, κομίζουσα τους πέντε άρτους εις μίαν βαθείαν κόφαν.

Έπειτα είπε: — Μούδε Ισδραέλη θωρώ 'γώ, μούδε διάολο. Θωρείς τονε συ, Πηγιό; — Μόν' ο ιμάμης τόνε θωρεί, εξήγησεν η Ρηγινιώ. Αλλ' ενώ ο Μανώλης επερίμενε να ίδη τον ψυχοβγάλτην των Τούρκων, είδε κάποιον άλλον ουχ' ήττον επίφοβον. Από το απέναντι βουνόν της Καβαλαράς κατέβαινεν ο Θωμάς φορτωμένος με κλώνους λιγαριάς, με τους οποίους πλέκουν τα καλάθια και τα κοφίνια.

Όταν εμβήκεν, αμέσως τον κατέλαβε μία ευωδία άρτι καέντος θυμιάματος, του εφάνη μάλιστα, του πολιού ιερέως, ότι διέκρινε καπνούς τινας ακόμη εις την οροφήν εκείνην την χθαμαλήν, και εντός του Ιερού, στροβιλίζοντας ευαρέστως, και από το ένα παραθυράκι, προς το βουνόν, οπού ήτο ανοικτόν, αύρα ελαφρά έμβαινεν από τον δρυμόν εγγύς, κομίζουσα την μεθυστικήν εκείνην ευωδίαν δένδρων και φυτών και θάμνων, και την άλλην εκείνην την αχόρταστον, οπού εκπέμπουν την νύκτα αυτά τα βουνά, αναπνέοντα σαν άνθρωποι με πνοήν, την οποίαν τόσον απολαμβάνουν οι ησυχασταί και οι ερημίται, οι μόνοι τακτικοί σύντροφοι των βουνών.

Και ευθύς, που το καράβι μας άραξεν εις την ρίζαν του βουνού, ο Καπετάνιος και εγώ ερριχθήκαμεν εις την γην, και αρχίσαμεν να ανέβωμεν εις το βουνόν, και με μεγάλον κόπον εφθάσαμεν εις την κορυφήν του· είδαμεν ημείς έχει μίαν περιοχήν πλατείαν και υψηλήν και πλησιάζοντες εις αυτήν είδαμεν ότι εις το μέσον της ήτον ένας στύλος από τζελίκι υψηλός έξ οργυιάς, εις την μέσην του οποίου εκρέμονταν με μίαν χρυσήν άλυσον ένα μικρόν τύμπανον, με ένα ξύλον που να το κτυπούν, και επάνω εις το τύμπανον έστεκε καρφωμένη μία σανίδα από έβενον, εις την οποίαν ήτον με χρυσούς χαρακτήρας γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Αν κανένα καράβι ήθελε λάβει την κακήν τύχην να αμπωχθή έως εις ετούτο το βουνόν, δεν θέλει ημπορέσει πλέον να ξαναγυρίση εις την θάλασσαν, αν δεν ήθελε κάμει με τον ακόλουθον τρόπον.

Από του ενός μέρους της μαύρης φάραγγος υψούτο κρημνώδες βουνόν, όπου παραπλανηθείσαι από την ημέραν αίγες τίνες, εκύλιον ήδη ογκώδεις λίθους, οίτινες εν ταραχώδει ορυμαγδώ κατέπιπτον προς το αχανές ρεύμα, προξενούντες φρίκην και εις τον πλέον ατρόμητον νυκτοπεριπατητήν.

Ετάνυα κ' εγώ τας ιδικάς μου, αλλά το βουνόν μου εφαίνετο ατελείωτον. Μ' εκέντα προς τα εμπρός αίσθημα φιλοτιμίας. Μου ήρχετο πού και πού εις τον νουν η σκέψις: μη ο αρχηγός μ' έταξεν εις την οπισθοφυλακήν, προνοήσας ότι δεν θα δυνηθώ ν' ανθέξω εις τον κόπον της πορείας; Αλλά πώς να μείνω οπίσω, ενώ οι άλλοι πήγαινον εμπρός; ησχυνόμην να φανώ ασθενέστερός των. Ο Μίρτος μόνος ευρίσκετο όπισθέν μου.

Ή άλλος τις το υπέδειξεν εις την δυστυχή μητέρα, ή μόνη της το εσκέφθη — η πενία τέχνας κατεργάζεται, — και ιδού μετ' ολίγον ο Μανώλης, ο ασπρογάλανος υιός της Αλτανούς, ευρέθη από την θάλασσαν εις το βουνόν, βοσκός δεκαεξαετής βόσκων τας αίγας του γέρω-Παππού, του πρώτου ποιμένος της νήσου, όστις είχε πέντε παιδιά, όλα γιδοβοσκούς, όλα ζωντανά. — Να μου το κάμης τσομπανάκι, γέρω-Παππού.

Οι σύντροφοί του ολίγον βραδυκίνητοι είχον αποκεφαλισθή. Ο Μαναή έβλεπε τον ναόν εις το χώρισμα δύο λόφων. Οι λευκοί μαρμάρινοι τοίχοι του και αι χρυσαί λόγχαι της στέγης του, έλαμπον και απήστραπτον εις τας ακτίνας του ηλίου. Ενόμιζες ότι ήτο βουνόν φωτεινόν, κάτι υπεράνθρωπον, συντρίβοv όλα με τον πλούτον και το μεγαλείον του. Τότε έτεινε τους βραχίονας προς την Σιών.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν