United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 420 «Γι' αυτόν μη τόσο ανησυχής εγώ τον ωδηγούσα• εκεί να υπάγη κ' εύμορφη να λάβη εκείνος φήμη κόπον δεν έχει αυτός εκεί κανέναν, αλλά μένειάπειρ' ανάμεσα καλά, 'ς τα δώματα του Ατρείδη• τώχουν καρτέρι αληθινά με το καράβ' οι νέοι, 425 όπως του πάρουν την ζωή πριν φθάσ' εις την πατρίδα• δύσκολο το 'χω• και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση πολλούς μνηστήραις, απ' αυτούς οπού το βιο σου φθείρουν».

« Πόσους ανθρώπους 'γλύτωσε » Μ' ένα γλυκό της λόγο; » Πόσους ανθρώπους 'γλύτωσε «'Πό την σκληρή κρεμάλα; » Μ ένα της λόγο ρωτικό » Πόσα κακά μεγάλα » Επρόφτανε; και μ' έκαμνε » Το βίο μου να τρώγω!» » Απέθανα· κ' εγλύτωσεν » Από εμέ κ' εκείνη. » Απέθανε· Καλογραιά » Επήγετη Βονίλα . «'Σ την εκκλησιά κ' ενδύθηκε » Σε μαύρα ράσου φύλλα. » Από την λίμνη 'γλύτωσε 'Σάν την Κυρά Φροσύνη

Αυτά τα δύο πράμματα: το γράμμα και το φέσι είταν τα μόνα με την κασσέλλα, που πρωτοσκέφτηκε η Κώσταινα να γλυτώση στην επανάσταση του 1854, τότε που τα σπίτια μαζύ με το βιο όλου του χωριού έγειναν φλόγες.

Όποια σπουδή είναι ικανή να μας ανοίξη το νου, να μας μάθη τίποτις ή για τον υλικό βίο και τη φύση του κόσμου, ή για τον κρυφό οργανισμό του αθρώπου και της ψυχής του, είναι μεγάλη, είναι σοβαρή κι άγια σπουδή, γιατί μόνη της θα μας φανερώση τα δυο μεγάλα, σοβαρά κι άγια μυστήρια, την αθρωπότητα και τον κόσμο.

Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένεςτο πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525 αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας ότιτην απουσία του πονούσε για το βιο του. πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος• χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου, έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530 και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν, κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.

Ιατρός, πού να ευρεθή; Είχεν αυτή να πληρώνη; Αυτή ώφειλε να κάμνη οικονομίαν διά τα ορφανά, και δεν έπρεπε να φθείρη το βιο του υιού της εις τα γιατρικά, και δεν ξέρω τι. Ψευτογιάτρισσες! κάμε τη δουλειά σου! Έχουν εμπιστοσύνην τώρα αυταί αι γυναίκες; Ο κόσμος εχάλασε, τι τα θέλεις!

«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα; για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι, ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν, 160 ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζειτην γη ριμμένα, ή τα κυλάτην θάλασσα το κύμα• αντην Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη, θα εύχονταν ελαφρότεροιτα πόδια να 'ναι όλοι, κάλλιο παρά πλουσιώτεροιένδυμα και χρυσάφι. 165 κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη• κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα. αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου; 170 με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι; ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω. και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου 175 είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοίτο σπίτι τούτο άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν».

Έμβαζε αυτή μες το βιο της, μες τα καλά της ξένην γυναίκα; Της ήρχετο να επαναλάβη προς τας γειτονίσσας την ιδίαν κραυγήν, δι' ης απεδίωκε το πάλαι παρείσακτον όρνιθα από τον ορνιθώνα της: ξου, ξένη! Ως τόσον επεθύμει να ήρχετο ο υιός της διά να τον νυμφεύση, να του δώση και την ευχήν της. Σαράντα χρόνων άνθρωπος, κι' ο κόσμος είνε πέλαγος, σαν εκείνο που αρμένιζε τώρα.