Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
— Ακούς τι μας ρωτάει η αφεντιά του; γυρίζει και της λέει· α σ' άκουσε, λέει, η Καλλίτσα τότες που της φώναξες από το παράθυρο. — Βέβαια πως μ' άκουσε, απολογιέται ολόθαρρα η κερά και με μάτια που έλπιζαν πάντα. Την άκουσε τη φωνή μου κ' η Καλλίτσα, την άκουσε κι ο Θεός. Και το λέω και το ξαναλέω πως η φωνή εκείνη που από τα φυλλοκάρδια μου τότες βγήκε, θα μου την φέρη την ακριβή μου μια μέρα.
Μάβρος δεν είναι. Είναι λόρδος και δεν το σηκώνει η αφεντιά του να δώση η μιλέντη σε κανένα μορφονιό μαντίλι δικό του. Αχ! εκείνο το μαντίλι! Να μην είταν το μαντίλι, δε θα είταν κ' η ζούλια. Τα φέρνει όλα ένα περιστατικό που μπορούσε και να μην υπάρξη· δεν τα φέρνει το πάθος μονάχο.
— Μπρε! έκαμε ο Χαγάνος, με φανερή συγκίνηση. — Το τι έγινε σήμερα το μεσημέρι εκεί κάτω δε μολογιέται, αφέντη· εξακολούθησε ο δούλος. Το είδα και με πήρανε τα δάκρυα. — Και ξέρεις, αφέντη, πως δεν είμαι από κείνους που δακρύζουν εύκολα. Μα κι' η αφεντιά σου να ήταν εκεί, το ίδιο θάκανε. — Εγώ; ποτέ! είπε ο Χαγάνος σουφρώνοντας τα φρύδια. Μα τι έγινε;
Εκείνος κατέστρεψε την οικογένεια…..» «Εάν δεν υπήρχε εκείνος, η αφεντιά σας δεν θα είχε γεννηθεί!» Ο Τζατσίντο σήκωσε τα μάτια και τα χαμήλωσε πάλι. Μάτια γεμάτα απελπισία. «Και γιατί γεννιόμαστε;» «Καλό και αυτό! Επειδή είναι θέλημα Θεού!» Ο Τζατσίντο δεν απάντησε∙ κοίταζε πάντα καταγής και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει.
Και τότε η αφεντιά του Με πάσα ελευτεριά του 920 Χωρίς δουλιάς αντράλα Εμπήκε στα μεγάλα. Τους κάμπους τριγυρίζει, Τη χλόη ροκανίζει Ως θέλει η όρεξί του 925 Χωρίς αντηρησί του. Ξαπλόνεται, γκυλιέται, Κι' αφέντης πλιο λογέται.
Τάχα γιατί και κείνος, λέει, είναι ξένος στην Πόλη, γιατί δεν τολμά, γιατί βλέπει πως ακούμε τη Λέλα, γι' αφτό θα πάη να της γράψη; Η Λέλα θα τον προστατέψη; Η Λέλα θα σηκωθή να πη του πατέρα πως θέλει η αφεντιά του να πάρη την Ελένη: Ή εμένα τάχα η Λέλα να μου μιλήση; Και που το φαντάστηκε πως μπορεί η Λέλα να μου μιλήση; Παραμύθια! παραμύθια!
Στοχάσου αν όλοι πάθαιναν τη συμφορά σου. . . Θε να γινόταν η ζωή μαύρη σαν τον αράπη χωρίς τραγούδια και κρασί, δίχως αγάπη. Ε! να σου πω — και να με συμπαθά η αφεντιά σου — μεγάλη θάν' η στενοκεφαλιά σου αν άφισες τα όργια του Καίσαρα και σιδεροδεμένος, με τα τέσσαρα σ' αυτή προτίμησες να σέρνεσαι την υγρασία, μη στέργοντας στον Ηρακλέα να προσφέρης μια θυσία!
Καλά 'καμες, καημένη, γιατί ξέρεις τι; Δε μ' αρέσει καθόλου το προψεσινό τόνειρο της κερά Δέσπως, που τόλεγε της Γαρουφαλιάς σα σηκώθηκε. Κι όσο το συλλογιέμαι, το πετσί μου ανατριχιάζει. Σα να μισοφοβήθηκε, θαρρώ, κι η αφεντιά της, και ρώτηξε το γιο της τον Κωσταντή, πως ανίσως κ' έρθη πίκρα για χαρά, ποιος θα τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα.
Τον άκουσε η αφεντιά σας; Τώρα όλα θα πάνε καλά.» «Ας το ελπίσουμε∙ όλα θα πάνε καλά», είπε η Νοέμι, αλλά δεν ήξερε και η ίδια τι θα πήγανε καλά. Αισθανόταν μια ξαφνική αγάπη για όλους. «Πείτε στον Τσουαναντόνι να έρθει απόψε. Θα του δώσω κόκκινα αχλάδια.» Η γριά της άρπαξε το χέρι, το φίλησε και έφυγε κλαίγοντας. Η Νοέμι γύρισε στη θέση της.
Ο Γάιδαρος μια ημέρα Ντυμένος πέρα πέρα Με Λιονταριού τομάρι, Σα δυνατό Λιοντάρι, Της γειτονιάς τα ζώα, Και άγρια και αθώα, Με τόλμη κυνηγάει, Παντούθε τα προντάει· Εκείνα τρομασμένα Αναμεράν κρυμένα, Και δίχως ν' αναμείνου Τόν τόπον άδιο αφίνουν. Και τότε η αφεντιά του Με πάσα ελευτεριά του Χωρίς δουλιάς αντράλα Εμπήκε στα μεγάλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν