United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά. — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα. Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Ευχές και προβοδίσματα. Φιλήσανε όλοι το χέρι του παπά. Τα μάτια της παπαδιάς ήτανε βουρκωμένα. Πήρε το βαρύ το σάλι απ' τον καναπέ και τύλιξε τον παπά από κεφαλής. Τραβήξανε όλοι κατά τη θύρα. Το ανηψίδι τραβούσε μπροστά, φορτωμένο το μπαούλο. — Να μην αργήσης, παπά. Καλό κατευόδιο. — Το θέλημα του Θεού! είπε ο παπάς κατεβαίνοντας τη σκάλα. Καλή αντάμωσι. Σε λίγο η παπαδιά έμεινε μοναχή της.

Υποφέρει πολύ, η δυστυχισμένη, πάει να πλαγιάση... Ο Θανάσης ο Μελαχροινός αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο: — Λυπάμαι πολύ, περαστικά της να δώση ο Θεός. Χάσαμε την καλή της τη συντροφιά. Και στρώθηκε στο τραπέζι. Το ανηψίδι τούβαλε ένα ποτήρι μπροστά του. Ο Παπα-Παρθένης του το γέμισε, προσφέροντας του μια φέτα μήλο, με την άκρη του μαχαιριού.

Ο παπάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα: — Τσιμουδιά, είπε στο ανηψίδι του. Μπόρα είνε και θα περάση. Με την ώρα άνοιξε κ' η πόρτα και μπήκε ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο δεξιός ψάλτης του Ευαγγελισμού, ένας ψηλός, ξερακιανός, μισοκαιρίτης, του Θεού άνθρωπος, καλόφωνος όσο γίνεται και τεχνίτης, που ερχότανε και συντρόφευε κάποτε τα βράδυα τον παπά, κουτσοπίνοντας μαζί του ως τα μεσάνυχτα.

Σύρε να τακούσης! — Έχει και το δίκιο της η παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης στο ανηψίδι του, ένα ορφανό της αδελφής του, που τώχε συμμαζέψει στο σπίτι του. Έχει και το δίκιο της. Μα τι να κάνης, βρε παιδί; Τον πονεί τον κόσμο η καρδιά μου. Δεν μπορώ να κακοκαρδίσω άνθρωπο. Όλοι αμαρτωλοί είμαστε. Ο Θεός είνε μεγάλος. Κανένα δε θαφήση να χαθή. Παιδιά του είμαστε όλοι.

Σε λίγο έφτασε το ανηψίδι, με κρεμασμένα τα μούτρα: — Δεν ήρθε ο παπάς. — Βρε μίλα καλά. Άνοιξες τα στραβά σου να ιδής; είπε ο Μελαχροινός. — Δεν ήρθε, σου λέω. Όλοι οι επιβάτες βγήκανε στο μώλο. «Δεν είχαμε κανένα παπά μέσα», μου είπανε. Όλοι πάγωσαν. Η παπαδιά κέρωσε. — Ε! ίσως να μην πρόλαβε το βαπόρι, είπε πάλι ο Κυρ-Θανάσης. Ωστόσο θάχουμε γράμμα. Δε γίνεται.

Μα πρέπει να λέμε και το σωστό, εδώ αναμεταξύ μας, που είμαστε, την αλήθεια του θεού πρέπει να τη λέμε. Κι' ας θυμώνη η παπαδιά... Ήτανε απάνω στο τραπέζι. Ο παπάς τραβούσε κι' από μία. Του βαστούσε το ίσο και το ανηψίδι. Μόνο η παπαδιά δεν έπινε. — Αν έπινες και καμμιά, κυρά-παπαδιά, θάσουνε καλύτερη, είπε σε λίγο, κλείνοντας το μάτι στο ανηψίδι. Απ' το νερό έγινες σα βατράχι.