United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον επένθησα αληθώς, και πολλάς ημέρας εξηκολούθουν να τον αναζητώσιν εις μάτην τα βλέμματά μου, ότε ημέραν τινάτις το πιστεύει; — βλέπω εισερχόμενον εις το μαγειρείον τον παλαιόν μου γνώριμον. Ήτο ή δεν ήτο εκείνος αληθώς; Ουδείς κατ' αρχάς τον ανεγνώρισεν άλλος πλην εμού και του δημίου του. — Χριστέ και Παναγία! Εκραύγασε το ανδρογύναικον και εσταυροκοπήθη. Καλέ να τον πάλι!

Τότε ο Κύρος ανεγνώρισεν ότι ο Κροίσος ήτο άνθρωπος καλός και αγαπητός εις τους θεούς, τον κατεβίβασεν από την πυράν και τω είπε· «Κροίσε, ποίος θνητός σε συνεβούλευσε να εισβάλης ένοπλος εις την χώραν μου, και να προτιμήσης την έχθραν μου; — Ω βασιλεύ, απεκρίθη ο Κροίσος, ταύτα έπραξα διά την ιδικήν σου ευτυχίαν και την ιδικήν μου απώλειαν.

Φαίνεται λοιπόν ότι εκ της φωνής του Σκούντα και εκ της μορφής αυτού, ην κατώρθωσεν επί μίαν στιγμήν να ίδη, τον ανεγνώρισεν ότι ούτος ήτο ο άρπαξ της συζύγου του· το τραύμα δε αυτού ήτο πρόσφατον, και η οργή του αφορμήν εζήτει όπως εκραγή. Ευθύς δ' ως είδε τον Σκούνταν, εξέλαβε τούτον ως δώρον της Νεμέσεως και ερρίφθη επ' αυτού με την λύσσαν της τίγρεως.

Εκεί βλέπει εμπρός του, προπορευόμενος εκατόν βήματα αυτού δύο μαύρας σκιάς, να βαδίζουν κατ' ευθείαν προς το κοιμητήριον. Ήσαν δύο γυναίκες, η μία προφανώς μαυροφόρα, η άλλη με το χρώμα της νυκτός, εις το οποίον συνεχέετο το αόριστον χρώμα της μανδήλας της. Ο Γιάννης δεν τας ανεγνώρισεν.

Καθ' οδόν απέρριψε τον χιτώνα του, όστις ήρχιζε να τον καίη και έτρεχε γυμνός σχεδόν, φέρων μόνον επί της κεφαλής και του στόματος την στηθοδεσμίδα της Λιγείας. Όταν επλησίασε περισσότερον, ανεγνώρισεν ότι εκείνο το οποίον είχεν εκλάβει ως καπνόν ήτο νέφος κονιορτού, εκ του οποίου εξήρχοντο φωναί και κραυγαί ανθρώπων. Εν τούτοις έτρεξεν ακόμη προς την διεύθυνσιν των φωνών εκείνων.

Τω όντι, αύτη, αν και είχε παραξενευθή καταρχάς, εσκέφθη, και ανεγνώρισεν ότι η παρουσία της Γιαννους ήτο μία παρηγορία εις την μοναξίαν των. Περί τα πρώτα γλυκοχαράγματα, το βρέφος είχεν εξυπνήσει, κι' άρχισε να κλαυθμηρίζη. Η Φραγκογιαννού έκαμε και πάλιν «κουμάντο». Εσυμβουλεύσε την λεχώ να βάλη το παιδίον εις το βυζί, διά να δοκιμάση αν κατέβη το γάλα.

Αλλ' ωχρότης επεχύθη επί του προσώπου του, οι οδόντες του ήρχισαν να συγκρούονται και το τάσι έπεσε των χειρών του. Ο Δημήτρης ανεγνώρισεν ευθύς τον ζωέμπορον, τον κύριον των τριακοσίων δραχμών και αίτιον όλων των δυστυχιών του. Τα παθήματά του μετ' αστραπιαίας ταχύτητος, το έν μετά το άλλο, ήλθον όλα και παρεστάθησαν προ της φαντασίας του με όλην την φοβεράν όψιν των.

Η Γιαννού τον ανεγνώρισεν αμέσως. Ήτον ο καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. Άμα είδε την γραίαν άρχισε να φωνάζει μακρόθεν· Καλά που σ' ηύρα! . . . Ο Θεός σ' έστειλε! — Τι να τρέχη; είπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει να μου πη. Βέβηα, ο άνθρωπος δεν θα έχη ακούσει τίποτα για τα πάθια τα δικά μου. — Ξέρεις τίποτα, θεια Γαρουφαλιά; επανέλαβεν ο Λυρίγκος πλησιέστερον ερχόμενος.

Εκάθησα υπό τα δένδρα με την κεφαλήν εντός των χειρών, προσπαθών να συλλέξω τας ιδέας μου. Η Δέσποινα εις χείρας Τούρκων, Τούρκων κατοικούντων τον Πύργον μας! Πώς με ανεγνώρισεν αμέσως, ως να μ' επερίμενε ! Η επίκλησίς της αντήχει εις τα ώτα μου•― «Γλύτωσέ με, ΛουκήΙδού ο μυστηριώδης μαγνήτης όστις με είλκυεν εις Χίον, ιδού προς τι με ωδήγησεν η Θεία Πρόνοια ! θα την σώσω!

Εκεί όπου ίστατο συλλογισμένη, ακούει βήματα όπισθέν της, απ' το μέρος το αντίθετον προς εκείνο εξ ου αυτή ήλθε. Στρέφεται και βλέπει ένα άνθρωπον, ένα βοσκόν. Η Φραγκογιαννού τον ανεγνώρισεν. Ήτο ο καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ήρχετο με πατήματα λοξά, ακολουθούμενος από τον σκύλον του, όστις εγρύλλισεν άμα είδε την γυναίκα. Αλλ' ο αφέντης του τον εμάλωσε. Είδε την Φραγκογιαννού κ' εστάθη.