Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Τόρα όμως ως προς τον Θεαίτητον απ' εδώ τι με συμβουλεύεις να κάμω; Θεόδωρος. Ως προς τι; Ξένος. Θέλεις να του δώσωμεν καιρόν να αναπαυθή και να πάρωμεν εις την θέσιν του τον συγγυμναστήν του τον Σωκράτη απ' εδώ; Ή τι με συμβουλεύεις; Θεόδωρος. Καθώς είπες, άλλαξέ τον. Διότι είναι νέοι και οι δύο και ευκολώτερα θα ανθέξουν εις πάντα κόπον, όταν αναπαύωνται εναλλάξ. Σωκράτης.
Η Κατηγιέ με πολλήν κόπον και εξ ανάγκης εκαταπείσθη διά να τον ακολουθήση εναντίον εις την θέλησίν της. Και αφού εδείπνησαν την άφησε διά να αναπαυθή εις ένα οντά, και αυτός επήγεν εις άλλον να κάμη το όμοιον. Την ερχομένην ημέραν της έκοψε διάφορα χρυσά φορέματα, και της έδωσε και μίαν σκλάβαν διά να την δουλεύη εις τα θελήματά της, και ό,τι ήθελε προστάξη χωρίς εναντίωσιν να της γίνη.
Μίαν φοράν γυρίζοντας από ένα τέτοιόν του ταξείδι και ευρισκόμενος εις ένα τόπον έρημον και άνυδρον εβιάσθη από την καύσιν του ηλίου, από την δίψαν, και από την οδοιπορίαν να παραστρατήση, διά να εύρη κανένα δένδρον και νερόν διά να αναπαυθή εις τον ίσκιον.
Όλη η επιστολή απέπνεε χαράν και ελπίδα. Δεν περιείχεν ειμή μίαν μόνην επιθυμίαν, ίνα ο Βινίκιος αποκομίση το σώμα της από του αμφιθεάτρου και την θάψη ως γυναίκα του εις τον τάφον, όπου αυτός έμελλε μίαν ημέραν να αναπαυθή. Την επομένην, όταν ο Βινίκιος ήλθεν εις την φυλακήν, ο εκατόνταρχος του είπεν: — Ο Χριστός σου επεδαψίλευσε σήμερον την χαράν του.
Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κοιμώνταν εις την αίθουσα, 'ς το τορνευτό κρεββάτι• 345 'ς του παλατιού τ' απόκρυφα και ο Αλκίνοος αναπαύθη, και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπιζε την κλίνη. Ραψωδία Θ
Τόσον βαθειά 'ς τα αίματα εχώθηκα ως τώρα, ώστε αν παύσω να βουτώ, το να γυρίσω 'πίσω θα ήν' επίσης δύσκολον, καθώς να προχωρήσω. Θα προχωρήση! Σχεδιάζει τον φόνον και του Μακδώφ. Η Λαίδη Μάκβεθ εν τούτοις τον παρακινεί ν' αναπαυθή. « Ας πλαγιάσωμεν», αποκρίνεται. Αλλ' όχι! ο Μάκβεθ εσκότωσε τον ύπνον! Ο Μάκβεθ δεν θα κοιμηθή εις το εξής!
Επειδή είχε προχωρήσει ήδη η ημέρα, και ο ήλιος εφώτιζε το τρίκλινον, η Ακτή προέτρεψε την Λίγειαν να αναπαυθή μετά την αϋπνίαν της νυκτός. Η Λίγεια δεν αντέτεινε, και αμφότεραι απήλθον εις τον κοιτώνα, κατακλιθείσαι πλησίον αλλήλων. Αλλ' η Ακτή, με όλην την κούρασιν δεν ηδυνήθη να αποκοιμηθή. Η Λίγεια εκοιμάτο τόσον ήσυχα, ως εάν ευρίσκετο εις την οικίαν, υπό την επίβλεψιν της Πομπωνίας.
Την δε Ιωάνναν πριν εις Ρώμην κυνηγήσω θέλω αναπαυθή ολίγον. Οι μεγάλοι ποιηταί, ο Όμηρος και ο κύριος Π. Σούτσος, γράφουσι κοιμώμενοι ωραίους στίχους, αλλ’ εγώ σπογγίζω πάντοτε τον κάλαμόν μου, πριν θέσω επί της κεφαλής τον νυκτικόν μου πίλον.
Τα μάτια του ήτανε κλειστά και το μέτωπό του λευκό και κρύο σα μάρμαρο. Σα μιαν ασπράδα απ' το φως του φεγγαριού είχε μείνει απάνω στην όψη του. Κι' απάνω απ' το κλεισμένο του στόμα μια λευκή πεταλούδα, ένα φτερωτό φιλί πλανημένο απ' τη μαγική νύκτα, σάλευε τα φτερά της σα να ήθελε ν' αναπαυθή στα χλωμά του χείλια. Μακριά μέσα στη μέση της λίμνης το μονόξυλο έρημο γλυστρούσε απάνω στα ήσυχα νερά.
Το μόνον της εικόνος ελάττωμα είνε η υπερβολική συσσώρευσις και ποικιλία των προκειμένων εις θαυμασμόν. Πάρα πολλοί λοφίσκοι, βράχοι, φάραγγες, χαράδραι, στήλαι, στέγαι, βυζαντινοί θόλοι και παντοία άλλα πράγματα, σπανίως επιτρέποντα εις τον οφθαλμόν να διακρίνη πού σμίγει το στερέωμα μετά της γης, ή τουλάχιστον να αναπαυθή επί κάπως ομαλής επιφανείας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν