Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Την έβλεπε να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά μάτια της και ν' αργολέγη με αδύνατη φωνή: — Πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε!... πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε! ... Και πού να ζητήοη, πού να εύρη ησυχία.
Τον τρόπο του θανάτου του δεν γνωρίζουμε, αλλά γνωρίζουμε ότι έζησε περισσότερο από όλους τους αδελφούς του Μαθητές και ότι επέζησε την τρομερή συντριβή του έθνους του η οποία, μια και έκανε αδύνατη την αυστηρή υπακοή στις συνθήκες της Παλιάς Διαθήκης, άνοιξε σε όλο τον κόσμο ένα απρόσκοπτο μονοπάτι για την ίδρυση της Νέας Διαθήκης και για το Βασίλειο του Ουρανού, — ήταν κατά μια έννοια πιο αληθινή από κάθε γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία — ένας δεύτερος ερχομός του Κυρίου.
— Κ' εμένα δε με θυμάσθε; ηκούσθη αίφνης φωνή αδύνατη πλησίον των. — Η θεια μας· είπον τα παιδία μετά χαράς. Τω όντι ήτο η θεία των, η Κυρά Καλή. Η Κυρά Καλή, ολίγον τι μικροτέρα της Κυρά Ρήνης διέφερεν αυτής, όσον ο σίτος από την ήραν.
Και, αν και κουρασμένος, αν και η φωνή του ήταν αδύνατη κ' έτρεμε, αν και η ραχοκοκαλιά του πονούσε ακόμα λίγο, της διηγήθηκε με τον πιο απροσποίητο τρόπο ό,τι του συνέβη από τη στιγμή του αποχωρισμού τους. Η Κυνεγόνδη ύψωνε τα μάτια στον ουρανό. Έκλαψε για το θάνατο του αγαθού αναβαφτιστή Ιακώβου· και κατόπι μίλησε ως εξής στον Αγαθούλη, που δεν έχανε λέξη και την κατάτρωγε με τα μάτια του.
Πρόσεξε όμως, μήπως αυτοί κρυμμένοι εις κανέν έρημον μέρος του δρόμου με αρπάσουν διά της βίας, βλέποντες ότι συ είσαι γέρων, εγώ γυναίκα αδύνατη και αυτό εδώ μωρό παιδί. Κύτταξε λοιπόν μήπως εσώθημεν τώρα, αλλά ξαναπέσωμεν στα χέρια των. ΠΗΛΕΥΣ Μη λέγης λόγια δειλά γυναικών. Προχώρει. Εκείνος ο οποίος θα τολμήση να μας εγγίξη, θα μετανοήση.
Η ιδέα που μούχαν δώσει για την κατάστασή της δεν ήτο και πολύ υπερβολική. Ήτο σχεδόν αγνώριστη. Αδύνατη και κατάχλωμη και τα μαύρα της μάτια, που φαινόντανε μεγαλείτερα, είχαν την αγωνία πουλιού πληγωμένου. Αλλ' αυτά τα μάτια ήσαν εκείνα π' αγαπούσα κιόταν ταντίκρυσα, το κρύωμα της καρδιάς μου πέρασε κιάρχισαν παλμοί στο στήθος μου.
«Βόσκε τα αρνάκια μου». Ο Σίμωνας είχε νιώσει στα φυλλοκάρδια του τι σήμαινε η ευγενική νουθεσία «πιο πολύ από αυτούς». Αναβίωνε στην μεταμελημένη ψυχή του τις καυχησιές που είχε εκφέρει με τόση σιγουριά ανάμεσα στους αδελφούς του «Αν και όλοι σκανδαλισθούν, εγώ δεν θα σκανδαλισθώ». Η αποτυχία τον είχε διδάξει ταπεινοφροσύνη, και έτσι δεν θα ζητούσε την πρωτοκαθεδρία στα αισθήματά του, ούτε θα υιοθετούσε την λέξη της ερώτησης του Σωτήρα, η οποία εμπεριείχε βαθιά τιμή και αφοσίωση και σεβασμό· αλλά θα χρησιμοποιούσε αντ’ αυτής την πιο αδύνατη λέξη, που όμως καλλίτερα έδειχνε τα ζεστά ανθρώπινα αισθήματα της καρδιάς του.
— Σου έφερα φαγί, είπεν η Σιξτίνα, αποθέτουσα επί της τραπέζης πινάκιον. — Ευχαριστώ, είπεν η Αϊμά. — Η ηγουμένη επιτρέπει να τρώγης λάδι, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν με μέλει δι' αυτό, απήντησεν η Αϊμά. — Τούτο το εκάμεν επειδή ήσουν αδύνατη. Άλλως πως οι κανόνες του μοναστηρίου δεν το επιτρέπουν, επειδή είνε σαρακοστή. Η Αϊμά εσίγα. — Φάγε, κόρη μου, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν πεινώ.
Μου φερνότανε, όπως δε μου φέρθηκε ποτέ από την ημέρα, που βάλαμε το Σβεν ναναπαυτή. Είταν ακόμα αδύνατη και δεν μπορούσε να μιλά πολύ. Μπορούσε όμως νακούη ό,τι της έλεγα. Ήξερε πως ήρθε η άνοιξη και χαιρότανε για τανοιξιάτικα άνθη, που είτανε στο τραπέζι της. — Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε, Γιώργο, είπε. Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε. Πρόφερε τα λόγια αυτά με τον τόνο του πιο μεγάλου πόνου.
Έτσι και μια γυναίκα, είνε περισσότερ' από μια ώρα — ήρθε και εγονάτισε στο μνήμα· θάκαμε ως φαίνεται, λάθος. — Ποια γυναίκα; είπεν ο Κλέων. — Την είδα από κει κάτω, από τη γωνιά μου, μα όσο να έρθω να ιδώ έφυγε . . . Μια πολύ αδύνατη, μου εφάνηκε. — Ά! είπεν ο ιατρός. Και απεμακρύνθη βραδυπορών. Εβάδισεν επί πολύ εν ταραχή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν