Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Τον κοιτάζει ο Ηλίας με σοβαρή και συγκινημένη ματιά, και του κάνει βαθύ τεμενά. Ο πονηρός ο Αγάς τόνοιωσε με τι λογής αγόρι είχε να κάνη. — Αυτός είνε του πατέρα του γυιος, είπε. Εδώ χρειάζεται υπομονή και καιρός. — Καλά, Ογλούμ, του λέει, απ' αύριο αρχινούμε.

Ήθελε διά της βίας να νυμφεύση τον νέον όστις μας συνώδευε μετά χωρικής, της οποίας είχεν ως φαίνεται λόγους ο Μουλά Μουσταφάς ν' αναλάβη την προστασίαν. Ο νέος αρνούμενος εφυλακίσθη, και ηθέλησαν οι δημογέροντες να επέμβωσιν, αλλ' ο Αγάς απεφάνθη υπέρ του συνοικεσίου, και ήρχετο ο Μουλάς μετά του δυστυχούς γαμβρού και του ιερέως προς τέλεσιν του γάμου. Κυβέρνησις πατρική, μα την αλήθειαν!

Ποίος κατοικεί τον Πύργον μας, Γιάννη ; ― Του Νεσήπ Αγά το χαρέμι. ― Τι είναι ο Νεσήπ Αγάς ; ― Ένας από τους αρχηγούς των Ανατολιτών, οι οποίοι μας κατέστρεψαν. ― Και αυτός δεν κατοικεί εδώ; ― Αύριον περιμένεται. ― Έχει Χριστιανάς εις το χαρέμι του; ― Μόνον του Καλάνη την κόρην. ― Ο Καλάνης τι έγεινε ; ― Τον έσφαξαν οι Τούρκοι. . .

Θα καταντούσε το ρωμιόπουλο μεγάλος Αγάς μιαν ημέρα. Για τον Αγά αυτά δύσκολα πράματα δεν είτανε. Μα ο Προεστός είχε δόντια, κ' η δουλειά χρειάζουνταν &κολάι&. Σοφίστηκε το λοιπόν ο Αγάς να ζητήση ταγόρι νάρχεται και να τονε μαθαίνη ρωμαίικα. Ήθελε να τα μάθη τα ρωμαίικα, γιατί τους αγαπούσε τους Ρωμιούς. Το καλό τους ήθελε, κ' έπρεπε να καταλαβαίνη ο Αγάς τα παράπονά τους.

Τέλος με πήρε ένας αγάς των γιανιτσάρων, που σε λίγο έλαβε διαταγή να πάη να βοηθήση το Αζόφ, που το πολιορκούσαν οι Ρούσσοι. Ο Αγάς, που ήταν άνθρωπος πολύ γαλάντης, πήρε μαζί του όλο το σαράι του και μας τοποθέτησε σ' ένα μικρό φρούριο απάνω στη Μαιώτιδα λίμνη, που το φυλάγανε δυο μαύροι ευνούχοι και είκοσι στρατιώτες.

Ο Ηλίας, σιωπηλός τώρα, έσκυψε και περίμενε ένα λόγο από τον Αγά. — Παιδί μου, του λέει ο Αγάς, συλλογίσου το πάλι. Συλλογίσου τη μάννα σου, &την κατάρα της μάννας σου&. Τι καλό θα δης ύστερ' από τέτοια κατάρα! Στάχτη θα σε κάμη, και σένα και μας. — Χίλιες κατάρες δεν πιάνουν μπρος στου Προφήτη τη χάρη. Ο Προφήτης το θέλει, το προστάζει, δικός σου να γείνω. Εκείνος είναι που το γκρέμησε το γατί.

Κιαφού μπήκε κέσπρωξε την πόρτα, είπε: — Φέρε και κρασί. Ο αγάς μου παράγγειλε να πιούμε και στην υγειά του. — Καλό μουζντέ μάςε φέρνεις, ευλοημένε; είπε η γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός! — Δοξασμένο νάνε τόνομά του! είπε κιο Σιφογιάννης κέκαμε το σταυρό του. — Ο Θεός αλήθεια έκαμε και τον εβρήκα στα καλά του, είπεν ο παπάς.

Ούτε Αγάς υπήρχεν εις το χωρίον, ούτε φρουρά, ώστε οι χωρικοί έζων κάπως ανετώτερον, προσπαθούντες εν τη ησυχία της σήμερον να λησμονήσωσι τα βάσανα της χθες και τους ενδεχομένους της αύριον κινδύνους. Η πρόθεσίς μου ήτο να διατρίψωμεν δύο ή τρεις ημέρας εις Νεοχώρι, όπως εκεί ωριμάσω τα σχέδιά μου, αλλ' έμαθα εις το καφενείον είδησιν, η οποία ήλλαξε την απόφασίν μου.

Και ποιος δεν τον γνώριζε; Ήτον ο Αγάς του Μοχού, που λεγότανε Μόχογλους. Την ίδια στιγμή ο Σιφογιάννης κατέβηκε από το γαϊδούρι, έσυρε το ζώο στην άκρη του δρόμου, το κράτησε 'κεί ακίνητο και στάθηκε κιο ίδιος δίπλα να περιμένη τη διάβα του Αγά. Μετά πέντε λεπτά ο Μόχογλους έφτανε μένα ψαρό άλογο. Θάτονε σαράντα πέντε ετών, αλλά φαινότανε γεροντώτερος.

Αίφνης τους βλέπω πλησιάζοντας εις το παράθυρον. Ο Αγάς, Τούρκος μεγαλοπρεπής, εκράτει δίσκον και εφαίνετο εξετάζων το βάρος, ο δε Ζενάκης, κρατών άλλα εις τας δυο χείρας σκεύη, του τα επεδείκνυε. Ανεπτερώθησαν αι ελπίδες μου. Εξετάζει ο Τούρκος, άρα δεν αρνείται! Απεσύρθησαν από το παράθυρον και ήκουσα την φωνήν του οικοδεσπότου προστάζοντος να φέρωσι καφέν.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν