Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Αλλ' αίφνης ήλθεν εις τον νουν του η ιδέα ότι και αν όλα αυτά ηδύνατο όπως όπως να τα υποφέρη, δεν θα ηδύνατο όμως να υποφέρη και τα μετά θάνατον. — Ως εδώ καλά, είπε· μα έπειτα; Και ήρχισε να σκέπτηται τόρα την μέλλουσαν ζωήν, την τύχην του σώματος και της ψυχής του.

Και ιδού κοπαδάκι φαιών περιστερών προσέρχεται δειλά-δειλά με το ταχύ και νευρικόν πτερύγισμά του να ποτισθή εις το δροσερόν ρεύμα. Αλλ' αίφνης εν τη θέα των ξανθομάλλων παρθένων τρομάζει και χωρίς να πατήση εις τα βρεγμένα λιθάρια υποστρέφει πάλιν δειλά-δειλά.

Φαίνεται δε, ότι την στιγμήν εκείνην η ιδέα, ότι τα βιβλία, άτινα άνελπις προσέβλεπεν ο Μιμίκος, ανήκον εις άλλους, υπήρξε γονιμωτέρα πάσης άλλης προτέρας αυτού σκέψεως, διότι η όψις του αίφνης ιλαρύνθη, και τα τέως θλιβερώς συνεσταλμένα χείλη του διεστάλησαν υπό αμυδρού μειδιάματος.

Και ο ίππος με την εξαιρετικήν οξυδέρκειαν την οποίαν έχουν τα ζώα, θα τα έβλεπε τόρα αυτά και ήθελε να οπισθοχωρήση. Ο ζωέμπορος εσταυροκοπήθη δις και τρις ψιθυρίζων μέσα του προσευχήν κ' έστρεψε τον ίππον να φύγη ησύχως. Αίφνης όμως ήκουσε γογγυσμόν και φωνήν ανθρωπίνην, ερχομένην ασθενώς μέσ' από τα φυλλώματα και ζητούσαν βοήθειαν.

Ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, με φωτιά τα μάτια του από την αγρυπνίαν και από τον μυστικόν της νυκτός θρήνον, ξεσκούφωτος κι' έχων έτοιμον θυμιατόν πήλινον, από εκείνα τα πρασινοκίτρινα του Τσανακαλέ, έκαμεν αμέσως τον σταυρόν του και ήρχισε να θυμιάζη τους ναύτας γύρω-γύρω αναγινώσκων συγχρόνως το Τρισάγιον και ψάλλων: «Μετά πνευμάτων δικαίων . . . . .». Οι ναύται καταπτοηθέντες αίφνης από της πρώτης εκείνης επιβολής, μεθ' ης παρέστη ενώπιον των οφθαλμών των, την εωθινήν εκείνην ώραν, η απροσδόκητος αυτή σκηνή του πένθους, έστησαν εν ευλαβεία κατανυκτική γύρω-γύρω, ως εις Εκκλησίαν.

Και ν' αποθάνη επερίμενα, ότε αίφνης μ' ερωτά: — Έπεσαν εκείνοι πάλιν; — Ναι, δεν ακούονται πλέον. Τι συνέβη; διατί ησθάνθης πόνους; ή διατί δεν απέθανες; — Διατί ν' αποθάνω, αφού πάλιν κανείς δεν γνωρίζει τι τρώγω; Να, φάγε και συ και μη λέγης όσα ήκουσες. Έλαβον την δοθείσαν μερίδα και εδοκίμασα να την γευθώ, αλλ' απέπττυσα αυτήν αμέσως. — Είνε πικρά, λέγω, και οξυνή. — Δίκαιον έχεις, απαντά.

Προχώρει λοιπόν! του έλεγεν ο Βινίκιος. Τι κάμνεις εκεί; — Κλαίω την Ρώμην, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Μίαν πόλιν τόσον θεσπεσίαν. — Πού ήσο, όταν ήρχισεν η πυρκαϊά; — Επήγαινα εις του φίλου μου Ευρικίου, δέσποτα, ο οποίος είχε κατάστημα εις τα περίχωρα του Μεγάλου Κίρκου, και ησχολούμην ακριβώς μελετών την διδασκαλίαν του Χριστού, όταν ήρχισαν να φωνάζουν αίφνης πυρ, πυρ!

Αι! τις οίδεν; Ό,τι πολλάκις μάτην επιδιώκει ο μεθοδικώτατος συλλογισμός και η βαθυτάτη σκέψις, επιτυγχάνει αίφνης απροσδοκήτως ο αυτόματος και ανεπίγνωστος, ανεξήγητος δε πολλάκις ειρμός των εννοιών.

Ως μία ηχώ η Ακτή επανέλαβε: «Πολύ αργάκαι οι λόγοι ούτοι, προφερόμενοι από άλλο στόμα αντήχησαν δι' αυτόν ως θανατική απόφασις. Και ητοιμάζετο να απομακρυνθή χωρίς μάλιστα να αποχαιρετήση την Ακτήν, οπότε αίφνης το παραπέτασμα της θύρας του ατρίου ανεσύρθη. Ο Βινίκιος είχεν ενώπιόν του την πενθηφορούσαν Πομπωνίαν Γραικίναν.

Για πού; ηρώτησεν ο Στάθης απορών διά την αιφνιδίαν αυτήν εξέγερσιν της γυναικός του. — Πααίνω με τα γαλιά. — Κι' αν σουρίξη το φίδι; Η λυγερή εταράχθη εις την ανάμνησιν εκείνην, τόσον απροσδοκήτως και ασκόπως ριφθείσαν παρά του ανδρός της. Ησθάνθη αίφνης κάτι συσφίγγον την καρδίαν εις τα στήθη της, ως να εσταμάτησε διά μιας η κυκλοφορία του αίματος.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν