Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Υπέκλινε δις και τρις τον υψηλόν αυχένα ο νεώτερος, ως να κατεπλάγη, ιδών αίφνης εξαπλούμενα προ των οφθαλμών του τα μαύρα της Κεχρεάς δάση εις τα οποία δεν είχον εισδύσει ακόμη της αυγής αι ασθενείς ακτίνες, αποφρασσομένης της ανατολής από υψηλού όρους.
Αίφνης παρετήρησαν τον Δημήτρην, μαζευμένον εντός του σεγουνίου του, κρύπτοντα εντός της σκεπής του καπότου ολόκληρον το κατηφές πρόσωπόν του. — Ο αφωρεσμένος!. . . ο αφωρεσμένος!. . . εφώναξαν εν εξάλλω ενθουσιασμώ.
Του γέροντος ο οποίος έμενεν εκεί ακόμη όρθιος με το καρυοφύλλι εις χείρας, την κεφαλήν κατωνεύουσαν, τεταπεινωμένος, συντετριμμένος και άλαλος. — Να, εδώ ένε! εφώναξε τις αίφνης, σπεύδων εις λόχμην καπνιζούσης χαμορίγανης. Και τω όντι ήτο εκεί η σφαίρα του καρυοφυλλίου, θερμή ακόμη, πεπλατυσμένη και παρέκει το χάρτινο πώμασμα ανέπεμπεν ολίγον κυανόφαιον καπνόν.
Άνευ ουδεμιάς προπαρασκευής φέρει αίφνης ενώπιον ημών τέρας κακίας, μη προειδοποίησας ουδαμώς τον θεατήν πόθεν η τοσαύτη κακία, ή τουλάχιστον διά τι υπό τας υπαρχούσας εν τω δράματι περιστάσεις αναφαίνεται.
Μ' ετάραξε το βλέμμα της, ο δε οίστρος μου διεκόπη. Πώς να φωνάζω προσκαλών αγοραστάς υπό τους οφθαλμούς μιας ωραίας ξανθής, ήτις με παρετήρει; Επροσπάθουν να εξακολουθήσω το έργον μου, αλλ' ο νους μου ήτο εις το παράθυρον και τα βλέμματά μου υψούντο συχνάκις προς αυτό. Αίφνης βλέπω την νέαν μειδιώσαν.
Ενώ ο Αμπελογιάννης παρεσκευάζετο εις μετάληψιν των αχράντων μυστηρίων, αίφνης ανθηρά, μέλαινα, ανηβλάστησεν επί της κεφαλής η κόμη, ανεφύησαν οι μύστακες και το γένειον, η χροιά μετεβλήθη και εν ακαρεί μετεμορφώθη ο επιθάνατος εις ακμαίον και θάλλοντα νεανίαν υπό τα όμματα του πνευματικού.
Δεν ήτο ληστής πλέον ο αίφνης εμφανισθείς εν μέσω της αγρίας εκείνης ερημίας, αλλά μάλλον ο δασοφύλαξ, άνθρωπος της βασιλικής χωροφυλακής. Η Γερακούλα επανήλθεν εις τα λογικά της. — Κορίτσια είνε εκείνα που ασπρίζουν 'ς το ρέμα; ερωτά ο ληστής υποτρέμων. Ήδη νέα φόβου εικών σχηματίζεται εν τη γυναικεία φαντασία της Γερακούλας. Η ερώτησις αύτη της παριστάνει τον ξένον κακόν και άγριον.
Ο λιμήν ήτο πλήρης πλοίων, η δε λέμβος μας δεμένη διά σχοινιού επί των βράχων επερίμενε κενή του πλοιάρχου την επιστροφήν. Με τους οφθαλμούς επ' αυτής προσηλωμένους εσκεπτόμην τι θα γίνωμεν αν ο πατήρ μου ασθενήση, και ενθυμούμην τον πύργον μας και τον αναπαυτικόν εκεί κοιτώνα του, ότε είδα αίφνης νέον Σπετσιώτην πλησιάζοντα προς ημάς. ― Καλώς ωρίσατε, Χριστιανοί. Από την Χίον έρχεσθε;
Αίφνης ακούει τους κώδωνας του ναού ηχούντας. — Αχ! κι' ακόμα δεν χαζιρεύθηκα! Ανεφώνησε κ' επετάχυνε την αμφίεσίν της. Ο κυρ-Μανωλάκης θαρρείς και ήτο συνδεδεμένος μετά του σχοινίου του κώδωνος. Αφυπνίσθη πάραυτα· και χασμηθείς βροντερώς εκρότησε κατά την συνήθειάν του τας χείρας του: — Ξυπνάνε τα αίματα! έλεγε.
Και αίφνης αι τρίχες του ανεσηκώθησαν. Εις το άνοιγμα της θύρας εφάνη ο Ούρσος, φέρων επί του ώμου του το αδρανές σώμα του Κρότωνος· έπειτα αφού παρατήρησε προς όλα τα μέρη, έτρεξε προς τον ποταμόν. Ο Χίλων εκόλλησεν εις τον τοίχον ως πηλός. «Εάν με ίδη, είμαι χαμένος», διενοήθη. Αλλ' ο Ούρσος επροσπέρασε και έγεινεν άφαντος όπισθεν της παρακειμένης οικίας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν