Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Η πρώρα της δεχθείσα αίφνης εις τας μάσκας της τα φοβερά ραπίσματα των μαινομένων κυμάτων ανυψώθη ως θαυμασίου ίππου κεφαλή αποφεύγουσα τους λακτισμούς του αντιπάλου και η πρύμνη φυσικά συσταλείσα εκ του σεισμικού τρόμου, υπεχώρησε προς τα κάτω ως κατακάθεται ηττημένος εν σταδίω ίππος· και ήφριζεν αγρίως εν τη νυκτί το πέλαγος γύρω ως να ήτο ο νικητής.
Αίφνης όμως οι Συρακούσιοι, εισελθόντες εις τα πλοία, επροχώρησαν πάλιν κατ' αυτών· οι δε Αθηναίοι, μετά μεγάλης ταραχής και οι πλείστοι νηστικοί, εισήλθαν εις τα πλοία ατάκτως και παρετάχθησαν μετά δυσκολίας.
Όταν δε έτυχεν ο βασιλεύς να ανοίξη το οίκημα, ηπόρησεν ιδών ότι έλειπον χρήματα από τα αγγεία, και δεν ήξευρεν εις ποίον να αποδώση το πράγμα, καθότι αι σφραγίδες ήσαν ανέπαφοι και η θύρα κεκλεισμένη. Οι κλέπται ήλθον ως και πρότερον· ο είς εξ αυτών εισήλθεν, επλησίασεν αγγείον τι, και αίφνης συνελήφθη εις την παγίδα.
— Ξέρεις τι τρέχει; λέγει έτερος. Ο Μπάρμπα-Σταύρος θα είνε τώρα 'ς τη φωτιά του και 'ς την Κρατήρα του, και εμείς ψάχνουμε του κάκου. Δεν βλέπετε; Νά, άλλο σημάδι δεν υπάρχει. Θα γύρισε πίσω. Παιδί ήτανε να χαθή; — Μα σου λέγει, έπεσε. Προσθέτει έτερος. — Ε, καλά· πού έπεσε; Αίφνης εκεί οπού εξήταζε τα πέριξ ο Κομποδήμος, κράζει: — Σωπάτε! σωπάτε!
Ο Χόμο κατέβη εις την κοίτην του χειμάρρου, και οι ολολυγμοί του ηκούοντο εισέτι, αλλά οι λίθοι ους έρριπτε κατ' αυτού ο Σκούντας τον εκράτουν εις απόστασιν. Αίφνης έγεινεν άφαντος. Ίσως ετράπη προς άλλην διεύθυνσιν, και έμελλε να αρχίση αλλαχόθεν νέαν έφοδον. Ο Σκούντας επανήλθε προς την Αϊμάν. Η νέα ήλγει και εκράτει την κνήμην με τας δύο χείρας. — Πονείς πολύ; είπεν ο Σκούντας. — Ω ναι.
Τώρα πλέον εγώ είμαι η ...πόσις, και συ ο ...πότης. Πότε θα έλθη η έγερσις!; Βαθείαν θυελλώδη νύκτα, προς όρθρον βαθύν, ο όμβρος εκόπασεν αίφνης, και δαιμονιώδης τυφών, κραταιός άνεμος εφύσησε, κ' έπαυσεν ο κατακλυσμός του νερού, αφού επί τρεις ώρας είχε κάμει να πλεύση όλον το χωρίον εις την κοιλάδα την παράλιον.
Αίφνης ο Καίσαρ ωρθώθη, ανέτεινε την χείρα και απήγγειλεν: «Εκδίκησιν διψώσιν αι καρδίαι, θύματα δε η εκδίκησις διψά» . . . . Έπειτα λησμονήσας το παν ανέκραξε, με ακτινοβόλον όψιν: — Δόσατέ μου τας πινακίδας μου και κάλαμον, ίνα σημειώσω τους στίχους τούτους! Ποτέ ο Λουκιανός δεν έγραψε παρομοίους. Παρατηρήσατε ότι τους εύρον εν ριπή οφθαλμού. — Ω ποιητά απαράμιλλε! ηκούσθησαν φωναί.
Αίφνης όμως ησθάνθη εις τας χείρας της την μαγευμένην άτρακτον, παλαιόν δώρον της μητρός της, την οποίαν εν τη σπουδή της είχε λάβει μαζί· και οι οφθαλμοί της ανέλαμψαν θριαμβευτικώς· τυχηρό κι' αυτό· θαρρείς και ήτο φώτισις Θεού!. . . — Ξακληριές και μαυρίλες! εψιθύρισε μετά θυμού. Και σταθείσα περιέστρεψεν εις χείρας την άτρακτον και την έρριψεν είτα μεθ' όλης της δυνάμεως της.
Ανέπνεε τον ψυχρόν εκείνον αέρα, όστις ωλίσθαινεν εις τους πνεύμονάς της, ως κρύο φίδι φαρμακερό· ησθάνετο πόνους δυνατούς εις την μύτη και τα ώτα και είχε τας χείρας και τους πόδας σχεδόν αναισθήτους. Αίφνης απέναντι της, προς το βάθος του ορίζοντος διά μέσου της χιόνος διέκρινε υψηλόν γέροντα, κρατούν τα αγροτικήν βακτηρίαν κ' ερχόμενον βραδέως προς αυτήν.
Και ο ιατρός όμως τα αυτά εφρόνει, αν και ενίοτε τον κατελάμβανε λύσσα και δεν ήξευρε πως θα εφέρετο, αν παρεδίδετο αίφνης εις χείράς του η άπιστος . . . Έμεινεν εις αυτόν ως παρηγοριά η επιστήμη μόνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν