United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τίποτε άλλο. Αλλά τούτο ήτο αρκετόν να τον θεωρήσουν και οι δύο πατέρα των. Τόρα ούτε ο Νάσος ούτε η Μπήλιω ηρώτησαν αυτόν διά ποίαν αιτίαν έφυγεν από την κωμόπολιν κ' έμενεν επί τόσας ημέρας εις την καλύβαν των. Ο Δημήτρης τας πρώτας ημέρας εύρε κάποιαν ανακούφισιν μεταξύ αυτών.

Αλλά το παπί έμεινε τρεις εβδομάδας εις την καλύβην και αυγόν η γραία δεν είδεν, ώστε εθύμωσε με το παπί και δεν το εκαλομεταχειρίζετο. Και ο γάτος δε και η όρνιθα δεν το έβλεπαν με καλόν μάτι, ώστε μίαν ημέραν εστενοχωρήθη το άτυχον παπί και έφυγεν από την καλύβην. Επλησίαζεν εν τούτοις το φθινόπωρον.

Ο μικρός Κλώσος έδωκεν εις τον γεωργόν τον σάκκον με το δέρμα, και επήρε εν κοιλόν γεμάτον έως επάνω με χρήματα. Ο δε γεωργός του εδάνεισεν έν αμαξάκι διά να μεταφέρη το κοιλόν και το κιβώτιον με τον διάβολον. Ο μικρός Κλώσος τον απεχαιρέτησε και έφυγεν. Εις την άλλην άκραν του δάσους ήτο ένας βαθύς ποταμός. Το ρεύμα του έτρεχε με τόσην βίαν, ώστε εζαλίζετο κανείς να το βλέπη.

&Ιστορία της κυρίας, που ευρέθη εις ένα σακκί.& Ακούοντας το λοιπόν έτσι, εσηκώθηκα ευθύς, και έτρεξα προς εκείνο το μέρος, που ακούονταν οι φωνές· και αγνάντια βλέπω άνθρωπον, που έκανεν ένα λάκκον. Εγώ βλέποντας έτσι εκρύφθηκα οπίσω εις ένα δένδρον διά να ιδώ το αποβησόμενον. Εκείνος αφού έκαμε τον λάκκον είδα που έβαλε μέσα ένα μέγα σακκί, και σκεπάζοντάς το με το χώμα έφυγεν.

Εβγήκα έξω, εγονάτισα, την κατεφίλησα και ησθάνθην μίαν γλυκάδα μέσα εις την καρδίαν μου, σαν ο άρρωστος όταν παίρνη δυναμωτικό.» Ο καπετάν-Μαμμής ανεστέναξε και έκαμε τον σταυρόν του. Και πάλιν εξηκολούθησε με δικαίαν περιέργειαν. «Οι ρώσοι συνάχθηκαν γύρω-γύρω, μελίσσι. Κ' έκαμναν μετάνοιαις έως κάτω, σαν εις την εκκλησίαν. Τέλος έφυγεν ο παπά Σεραφάκος.

Ότε έφθασεν εις τον ναόν, ψυχή. Ίσως ο συνάδελφος του εσήμανε τον κώδωνα, και έφυγεν, αλλ' η εικασία αύτη ήτο απίθανος. Ίσως θορυβοποιοί τινες ή κωμασταί αγρυπνούντες ηθέλησαν να παίξωσι την παιδιάν ταύτην. Αλλ' η κώμη ήτο ήσυχος, ούτε άσμα ούτε βήμα ηκούετο.

Αλλ' ούτος δεν είχεν υπομονήν ούτε τα στοιχεία της τέχνης να μάθη. Όταν έγεινε δεκατριών ετών, επήγαινε καθημερινώς με της βάρκες, εις τους ναύλους και το οψάρευμα, και όταν έγεινε δεκατεσσάρων ετών, εμβαρκάρισε με μίαν σκούναν κ' έφυγεν. Οι νησιώται μας δεν επέδιδον εις άλλο επάγγελμα παρά το ναυτικόν. Ουδείς εξ αυτών έγεινε ποτέ έμπορος της ξηράς ή βιομήχανος ή χειρώναξ.

Αφού έφθασεν εις την κορυφήν του λόφου, κατήλθε πάλιν εις το ρεύμα, εις την υπώρειαν του βουνού με τας πολυσχιδείς πλευράς, το οποίον εκαλείτο η Βίγλες. Τις οίδε ποίοι παλαιοί κλέφταις εφύλαγαν άγρυπνοι καραούλια εκεί, και εντεύθεν είχε λάβη το όνομα. Έφθασεν εις την μικράν βρύσιν, εις την ρίζαν του βουνού. Έφεγγεν ήδη. Έπιε νερόν, εδροσίσθη, κ' ευθύς έφυγεν.

Χαμήλωσε, του είπε, αφίνουσα την σαΐταν. Αλλ' ο Μανώλης έμεινεν όρθιος πλησίον του «αργαστηριού». — Δεν μπορώ, είπε με θλίψιν, γιατί αν αργήσω, θαρχίξη τσι φωνές ο Καρπάθιος κύστερα θα το πη και του κυρού μου. Και με την τελευταίαν λέξιν έφυγεν εκ του στήθους του στεναγμός. Δεν ήτο ζωή αυτή να δουλεύη του Θεού την ημέρα στον ήλιο, χωρίς μιας στιγμής ευκαιρίαν ... να την βλέπη.