Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Δεν αγροίκησες τον άνθρωπον οπού εμβήκε τώρα εδώ μέσα; — Άνθρωπος εμβήκε; Τι λέγεις; — Άνθρωπος, ναι. Κ' εγώ εφοβήθην άμα τον είδα. Έμεινε μισήν ώραν, και έφυγεν. Αυτός μας εκλείδωσεν απ' έξω. — Ω Σατανά! είπεν η νέα, και η οργή εκόχλαζεν εις τα στήθη της. — Φώναζε όσον θέλεις, είπεν αμέριμνος ο Πρωτόγυφτος. Εγώ θα πέσω να κοιμηθώ. Δεν έφεξε ακόμα καλά.
Έπειτα με έκλεψαν, με κατέστρεψαν, η γυνή ήτις αντέγραψε τα μαθήματά μου έφυγεν αποκομίζουσα και τα χρήματα τα οποία μου είχαν μείνει. Είμαι δυστυχής, αυθέντα, και εις ποίον να καταφύγω ειμή εις σε, τον οποίον αγαπώ και λατρεύω και διά τον οποίον εκινδύνευσα την ζωήν μου! — Τι ήλθες να ζητήσης και τι φέρεις;
Το λευκάζον και κιτρινωπόν ράκος της έφυγεν από την χείρα· το επήρεν ο άνεμος, και το έρριψεν επί της κεφαλής και των ώμων της γυναικός. — Αυτό θα είναι το σάβανό μου! εψιθύρισε πικρώς μειδιώσα η Φραγκογιαννού. Τέλος, καθώς εκάθησε κάτω επί του βράχου, βλέπει μίαν βάρκαν, μικράν φελλούκαν, να έρχεται, παραπλέουσα την ακτήν. Είχε μικρόν ιστίον και δύο κουπιά, τα οποία έτυπτον ραθύμως το κύμα.
Η κόρη, άμα ήκουσε ταύτα, ηθέλησε να τον συλλάβη, αλλ' ο κλέπτης εν τω σκότει τη έδωκε την χείρα του νεκρού. Και εκείνη μεν εκράτησε ταύτην, νομίζουσα ότι κρατεί την χείρα αυτού του ιδίου· ο δε κλέπτης, αφήσας αυτήν, εξήλθε της θύρας και έφυγεν. 6.
Τούτου του Σατάσπους ευνούχος τις, άμα έμαθε τον θάνατον του δεσπότου του, έφυγεν εις την Σάμον με χρήματα πολλά τα οποία Σάμιός τις κατεχράσθη· γνωρίζω το όνομα αυτού, αλλά δεν θέλω να το είπω. Της δε Ασίας τα περισσότερα μέρη ανεκάλυψεν ο Δαρείος.
Ο Βάγκος δολοφονείται, αλλά χάρις εις ένα των δολοφόνων, σβύσαντα αίφνης τους δαυλούς, διασώζεται ο υιός του, του οποίου επεζήτει ο Μάκβεθ τον θάνατον, όσον και τον του Βάγκου αυτού· « Μας έφυγεν ο υιός του!» ανακράζει είς των φονέων· Τότ' η μισή μας η δουλειά πηγαίνει 'ς τα χαμένα!
Κάποιος δισταγμός έκαμε να πάλλωσιν ηρέμα τα θελκτικά χαρακτηριστικά του προσώπου της· και απήντησε διά των λόγων της Ναυσικάς, προφέρουσα αυτούς απνευστί και σχεδόν ως μάθημα το όποιον είχεν αποστηθίσει: «Ξένε, ου συ δοκείς αβληχρού γένους ανήρ ουδέ νόου . . .» Έπειτα έφυγεν ως πτηνόν εξαφνισμένον και περίφοβον.
Κ' έφυγεν ο Εύδρομος φίλος του πια. Ο Δάφνης όμως γεμάτος ανησυχία έμενε μαζί με τη Χλόη· μα και τούτη εφοβότανε πολύ γι' αυτόν, επειδή παιδί συνηθισμένο να βλέπη τα γίδια και το βουνό και τους ζευγολάτες και τη Χλόη πρώτη φορά έμελλε να ιδή τον αφέντη, που πρώτα μονάχα τ' όνομά του άκουε.
— Σήμερα το πρωί επέρασ' απ' εδώ ένας άνθρωπος κουτσός. — Ποίος; — Ένας γνώριμος του ανδρός μου. Και μας είπεν ότι χθες βράδυ έγεινεν άφαντη από το μοναστήρι των καλογραιών μία νέα γυφτοπούλα. — Αι, και τι μ' αυτό; — Λοιπόν αυτός ο γέρος εκεί είνε γύφτος, μου φαίνεται. Και η νέα ειμπορεί να είνε εκείνη η γυφτοπούλα, όπου έφυγεν από το μοναστήρι. — Αι, και τι μας μέλει;
Μετά μίαν στιγμήν ο Πέτρος εξήλθεν από την σκιάν μιας καμπής της οδού, επλησίασεν, έσβυσε με την κιμωλίαν το μαύρο σημάδι από την θύραν του Νικολάκη του Κουνιέλη, εχάραξε μαύρον εις την αυλόπορταν του Γιάννη του Τζαφέρη κ' έφυγεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν