Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Όταν έφθασε, είπε τα μαντάτα στα δύο κορίτσια, στην Σοφίαν την νεαράν χήραν, και την Λουκρητίαν την νεαράν αδελφήν της· κ' αι δύο χαριτωμέναι κόραι τον εκράτησαν διά συντροφιάν, να κοιμηθή υπό την αυτήν στέγην, εις τον μύλον μαζί τους, διά συντροφιάν και παρηγοριάν. Από μύλον εις μύλον είχεν εκδουλεύσεις ο Σταμάτης. Η Σοφία είχεν υπανδρευθή μόλις προ τριών ετών, όταν ήτο δεκαοκτώ χρόνων.

Παρά τους πρόποδας της πρώτης ανωφερείας τούτων κείται η πολίχνη Εγγανίν, ήτοι Κρήνη Κήπων. Τούτο θα ήτο το πρώτον Σαμαρειτικόν χωρίον εις το οποίον θα έφθασε, κ' εκεί, ως φαίνεται, έστειλε δύο αποστόλους του να ετοιμάσωσι δι' Αυτόν. Κατά τους μεν οι δύο ούτοι ήσαν ο Ιάκωβος και Ιωάννης, οίτινες και θα ησθάνοντο ζωηρότερον την προσβολήν της απορρίψεώς Του.

Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας• του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του, προς το καράβι το γοργότην άκρα της θαλάσσης• 65 άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη• το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα, η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε, και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη• και άμα το πλοίον έφθασετην άκρα της θαλάσσης, 70 οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν• και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνιτου πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται, 'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75 ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξιταις σανίδαις, και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία• κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν, ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του, βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80 και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα, καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομούτο σιάδι, και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν, του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85 κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι, το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει• με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης, κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζετον νου των αθανάτων, 'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90 πολλάταις μάχαις των ανδρών καιτα φρικτά πελάγη, τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.

Εγώ ευρεθείς εις αμηχανίανδιότι εφοβούμην μήπως ο Παγκράτης επιστρέψη και θυμώσει, όπως και έγινεεπήρα αξίνην και έκοψα τον κόπανον εις δύο• αλλ' αντί ενός έγιναν τότε δύο οι νεροφόροι. Εν τω μεταξύ τούτω έφθασε και ο Παγκράτης και εννοήσας τι είχε γίνει, τους μεν υδροφόρους έκαμε πάλιν ξύλα, όπως ήσαν προ της επωδής, αυτός δε έπειτα ανεχώρησε κρυφίως, δεν γνωρίζω που.

Ολίγον μετά την αναχώρησίν αυτού ο Διομέδων έφθασεν εξ Αθηνών με δέκα πλοία και συνεφώνησε με τους Τηίους να δεχθούν τα στρατεύματά του· εκείθεν δε έφθασε παραπλέων εις Εράς, προσέβαλε την πόλιν, αλλά μη δυνηθείς να την κυριεύση ανεχώρησεν.

Ύστερον δε και εις την άνω πόλιν έφθασε και απέθνησκον πολύ περισσότεροι. Ας είπη μεν λοιπόν έκαστος ιατρός ή ιδιώτης ό,τι γινώσκει περί της πιθανής αιτίας του κακού τούτου, και ας αναζητήση τους λόγους, οι οποίοι επέφερον τον τοιούτον όλεθρον· εγώ δε θέλω περιγράψει τον χαρακτήρα και τα συμπτώματα αυτού, ίνα, εάν ποτε και πάλιν επιπέση, δύναται ο καθείς να το αναγνωρίζη και να προφυλάσσεται.

Αφού δε ούτως απεμόνωσε την μονήν ο Μουσταφάς, διηυθύνθη και αυτός προς αυτήν, άγων άλλον στρατόν. Αποκρούσας δε μικρά τινα επαναστατικά σώματα, άτινα επεχείρησαν ν' αντιστώσιν εις την διάβασίν του, έφθασε προ του Αρκαδίου, το οποίον είχεν ήδη αρχίσει να μυδροβολή ο Σουλεϋμάν.

Σ' αυτόντην Πύλον πέρασαν δυω γενεές ανθρώπων, Όσοι προεγεννήθηκαν, κ' εθράφηκαν μαζί του, Και πλέον εβασίλευε ανάμεσατους τρίτους. Αυτός εις τούτους φρόνιμα ωμίλησε, και είπε· Πα! πα! τι θρήνος έφθασε την Αχαΐαν μέγας!

Και την ιδίαν στιγμήν, ως διά να επικυρωθή ο λόγος της, της ήλθε πράγματι λιποθυμία. Έκαμε ωχ! σφίγγουσα τους οδόντας κ' έκυψε κάτω. Οι δύο άνθρωποι της εξουσίας συγκινηθέντες, εκυττάχθησαν, και ο πρώτος είπε·Μα, πού είν' η μάνα της; Ως υπακούουσα εις την πρόσκλησιν ταύτην, έφθασε τρέχουσα η Φραγκογιαννού.

Η τελευταία λέξις του αναγνωσθέντος εις το προαύλιον του αγίου Δημητρίου Ευαγγελίου «Χαίρετε» έφθασε κάτω, συνοδευμένη με τους γλυκείς των κωδώνων ήχους, με τους οξείς των πυροτεχνημάτων κρότους, και με τας αναφωνήσεις τας διθυραμβικάς του «Χριστός Ανέστη».

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν