Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Σεπτεμβρίου 2025


Πήραμε μαζί τα παιδιά και κάναμε το γύρο του νησιού με τη βάρκα και μιλούσαμε για το βιβλίο μας, που είταν έτοιμο και θα έβγαινε το χινόπωρο.

Σ' αυτόν τον άνδρα, έτοιμο ν' αποδείξη ότι ελευθέρωσε τον τόπο από το κακό, και ότι η κόρη σας δεν πρέπει να παραδοθή σ' έναν τιποτένιο, δίνετε υπόσχεσι να του συγχωρήστε όλα τα παληά σφάλματα του, όσο μεγάλα κι' αν είναι, και να του δώστε την ειρήνη και την ευχαριστία σας;» Ο Βασιληάς συλλογίστηκε και δε βιαζότανε καθόλου ν' απαντήση.

Μου δίδεις εργασίαν, θα σου την κάμω· δεν ξεύρω εγώ τίποτε πλειότερο. — Ευχαριστώ, είπεν ο Τρανταχτής δάκνων τα χείλη. Και τι θα σου δώσω διά τον κόπον σου; — Ό,τι ευχαριστείσαι, απήντησεν ο Μάχτος. — Και πότε θα είνε έτοιμο; — Αύριον το μεσημέρι χωρίς άλλο. Ο Μάχτος συνέλαβε κατ' αρχάς ιδέαν εγκληματικήν.

Άμα τυπώθηκε και δέθηκε το βιβλίο κ' είταν έτοιμο να κυκλοφορήση, ο συγγραφέας πήρε μαζί του δυο αντίτυπα, έγραψε στο ένα τόνομα του Ούλοφ και στο άλλο του Σβάντε και τα έδωσε επίσημα του καθενός από τα δυο αποθανατισμένα παιδιά του. Ο Ούλοφ πήρε το βιβλίο του κι ο Σβάντε το δικό του.

Αριστερά η πόλις φτωχική, ακάμωτη, με λίγα σπίτια και περισσότερες καλύβες, με πλατείς δρόμους πελαγωμένους στη λάσπη και μια εκκλησούλα πρασινοθόλωτη στη μέση, έμοιαζε ψαροχώρι έτοιμο να φιλοξενήση μέγαρα στους περιφραγμένους σπιτότοπους.

Πώς θα τα πάρω μαζί μου!.. Άρχιζε να στενοχωρήται, όταν μια γρηά ήλθε και εστάθη πλησίον της· ήτο εκείνη, η οποία τόσον πολύ την είχε κάμει να κοπιάση! — Σ' επερίμενα, της λέγει, και σου έχω έτοιμο σακκί· άφησε με να τα στοιβάξω εγώ, συ δεν θα ημπορέσης.

Τι λες; Τον Σεπτέμβρη κλείνω τα σαράντα οχτώ κι εκείνη πρέπει να είναι τριάντα πέντε περίπου, τι λες; Εσύ ξέρεις ακριβώς πόσο χρονών είναι; Έπειτα θα της πεις ότι δεν έχει να βάλει έγνοια στο μυαλό της: το σπίτι είναι έτοιμο, υπηρέτριες υπάρχουν, κουτσομπόλες, ναι, αλλά υπάρχουν και μάλιστα καλοπληρωμένες. Ασπρόρουχα υπάρχουν, τα πάντα υπάρχουν. Οι προμήθειες δεν λείπουν, δόξα τω Θεώ!

Πάντοτε έπαιζε και δεν εκάθητο ήσυχος παρά μόνον, όταν της διηγούντο παραμύθια. Από όλα τα παραμύθια, όσα της έλεγεν η μαμμά της, επροτιμούσε όσα έχουν μέσα Νεράιδες. Καμμίαν φοράν, όταν επέστρεφεν από το σχολείον και εύρισκε έτοιμο νέον φόρεμα διά τον περίπατον, ερωτούσε, ποιος μου το έφερε; και η μαμά με γέλοια απεκρίνετο, η καλή Νεράιδα.

Της φαινόταν σαν να τα έχει λίγο χάσει, η δύστυχη, κι έτσι έπαψε να την βασανίζει. Πήρε ένα άλλο μπισκότο και πήγε να το προσφέρει στη θεια- Ποτόι, στη γωνιά της. Μια φωτεινή γραμμή έπεφτε από τη σκεπή του μικρού, ισόγειου δωματίου, φωτίζοντας το κρεβάτι όπου κειτόταν η γριά ντυμένη και με το κολιέ και τα σκουλαρίκια της, άκαμπτη σαν ξύλο, όμοια με λείψανο έτοιμο για θάψιμο.

Πάη σ' άλλη, και σ' άλλη, και σ' άλλη, αλλά σε καμμιά δεν απάντησε την αχτιδόλαμπρη μορφή του αδερφού του! Στην τελευταία εκκλησιά ηύρε τον Επιτάφιο έτοιμο να βγη. Ο κόσμος όλος, που τον ακολουθούσαν είχαν από ένα κερί στο χέρι τους. Αγόρασε κι' ο Γιάννης ένα κερί κι' ακολούθησε τον Επιτάφιο. Ύστερα από λίγη ώρα, όλοι οι Επιτάφιοι των εκκλησιών της πολιτείας σμίχτηκαν στα πρόθυρα του νεκροταφείου.

Λέξη Της Ημέρας

παστρουμάδι

Άλλοι Ψάχνουν