United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ τον καιρόν που την εκατέβαζον, επλησίασα εις εκείνο το μέρος, που απόθεσαν το ξυλοκρέββατον, και εν τω άμα που έκλεισαν την τρύπαν, άρπαξα τα ψωμιά και το νερόν της γυναικός, και της έδωκα ένα ράπισμα· αυτή από τον φόβον της απέθανεν ευθύς, ως τόσον εγώ έζησα και άλλας μερικάς ημέρας.

Καθόλου σιτάρι, μόνον με κουκιά και κριθάρι βαστιώμαστε. — Τι με μέλει; είπεν ο Τριστάνος. Έζησα δυο χρόνια ολόκληρα σ' ένα δάσος και ζούσα με χόρτα, ρίζες, και με κυνήγι, και μάθετε ότι εύρισκα ωραία αυτή τη ζωή. Διατάχτε να μ' ανοίξουν την πόρτα». Ο Καερδέν είπε τότε: «Αφού είναι τόσο γενναίος, πατέρα, δεχτήτε τον να λάβη μέρος στα καλά μας και στης δυστυχίες μας». Με τιμή τον εδέχτηκαν.

Όχι! ποτέ στα μάτια μου γλυκειά δεν θα ’τον ούτε κ’ η πόλις ουδ’ οι πύργοι των θεών, ούτε τ΄αγάλματα τα σεβαστά που εγώ πια τώρα, ο μόνος που έζησα ευτυχής στας Θήβας μέσα τον εαυτό μου στέρησα από τούτα πλέον.

Την είδα να κλείνη πίσω της την πόρτα, κ' έμεινα όπως είμουνα καθισμένος κ' είχα το συναίστημα πως όλα όσα έζησα μαζί της είτανε πεθαμένα και χαμένα και πως τώρα θα μας άφινε. Ένοιωσα πως αν δεν το έκαμε, αυτό δεν έγινε χάρη μου, μα χάρη του μικρού με τα χρυσά μαλλιά και τα παράξενα παιδικά μάτια, του μικρού αγγέλου της, που ήρθε και την έδεσε με τη ζωή.

Τότε, η Ιζόλδη έκλαψε και είπε: «Δυστυχισμένη εγώ! Πάρα πολύ έζησα, αφού είδα την ημέρα όπου ο Τριστάνος με κοροϊδεύει και με ντροπιάζει. Άλλοτε, για τόνομά μου, και ποιον εχτρό δε θ' αντιμετώπιζε; Είναι γενναίος. Αν έφυγε μπρος στο Μπλεχερή, αν δεν καταδέχτηκε να σταθή στ' όνομα της φίλης του, α! — είναι γιατί τον κατέχει η άλλη Ιζόλδη.

Πολεμιώτεροι εχθροί μου δεν είναι εκείνοι, οι οποίοι έβλαψάν που τους αντιπάλους των, όπως σεις δηλαδή, αλλά μάλλον οι αναγκάσαντες τους φίλους να γίνουν εχθροί. Αγαπώ ως πατρίδα μου ουχί τον τόπον όπου ηδικήθην, αλλά τον τόπον όπου ως πολίτης έζησα εν ασφαλεία· ουδέ νομίζω ότι εκστρατεύω κατά της πατρίδος, την οποίαν έχω ακόμη, αλλά μάλλον ενεργώ, διά να ανακτήσω την μη υπάρχουσαν.

Ας κρεμασθούν και τα δικά μου κόκκαλα, τρόπαιο θλιβερό απάνω του, όπως και των άλλων παλαβών. Όχι όμως να μην το γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου. Τότε γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους βυθούς; Μόνον για το καρβέλι! — Τραβάτε για το λιμάνι, τραβάτε να πιούμε και καμμιά· είπεν ο καπετάνιος βαριεστισμένος. Οι γερόντοι λένε κάποτε και παραμύθια.

Εδώ έζησα, εδώ θα πεθάνω. — Μα δε λαχταράς μαθέ και συ τον ήλιον εκείνον καμιά φορά, δε θυμάσαι τον τόπο σου, τις ομορφιές του; — Άκου με, αφεντικό· αυτά όλα είνε καλά, μα παράς δε βγαίνει· εδώ πέρα και ναρρωστήσω, έχει νοσοκομείο. — Όχι, όχι, να μην πεθάνης εδώ· στην πατρίδα σου να πας, ναναπαυτής κοντά στους δικούς σου. — Κι αμέ τη γριά μου; τι να την κάμω; — Μαζί και κείνη.

Ο Τριστάνος βλέποντας ότι αποφεύγει την προσέγγισί του, τρέμει από θυμό κι' από πείσμα, κι' υποχωρεί κατά τον τοίχο, κοντά στην πόρτα. Και με την παραλαγμένη φωνή του: «Βέβαια, είπε, έζησα πάρα πολύ, αφού είδα την ημέρα όπου η Ιζόλδη με διώχνει, δεν καταδέχεται να μαγαπήση, με μεταχειρίζεται σαν χυδαίο. Α! Ιζόλδη όποιος αγαπάει πολύ, αργά ξεχνάει.

Το βρήκα όλως διόλου φυσικό πως δεν μπορούσα να την κρατήσω στη ζωή εγώ μόνος. Έσκυψα τα κεφάλι κ' έκλαψα, έκλαψα πρώτη φορά για με τον ίδιον και για τη ζωή μου. Και δεν περίμενα τίποτες, δεν πίστευα τίποτες άλλο παρά πως θα περνούσαν τώρα ήσυχες κι ανίλεες οι μέρες ως τη στιγμή που έμελλε ναρθή. Και τέλος ο θάνατος θα ξέσκιζε όλα, για όσα έζησα.