United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν, τα βάσανα του κόσμου, ανεμοζάλη, Κατάστρατα τον άνθρωπο χτυπάει και παραδέρη, Πόση, θρησκεία, 'σάνεσέ το λογισμό του φέρη, 'Βρίσκει γλυκειά παρηγοριάτην ιδική σου αγκάλη! Πόσαις φοραίς το χέρι σου, που λίβανα μυρίζει, Τα πικραμένα δάκρυα μας 'σάν μάνα τα σφογγίζει! Και τα γλυκά τα λόγια σου και τα ζεστά φιλιά σου Πώς μας κοιμίζουνε γλυκάτη μητρική αγκαλιά σου!

Ακόμη κ' οι Εμπρεσσιονισταί, ειλικρινείς και φιλόπονοι που είναι, δεν κάνουν. Μ' αρέσουν. Ο λευκός τόνος των με τις ποκιλίες του εις χρώμα λιλά ήτον εποχή για το χρώμα. Μολονότι η στιγμή δεν κάνει τον άνθρωπο, η στιγμή σύγουρα κάνει τον Εμπρεσσιονιστή, και τι δεν μπορεί να ειπωθή για τη στιγμή στην Τέχνη και «της στιγμής το μνημείο», κατά τη φρασεολογία του Rossetti; Είναι όμοια υποβλητικοί.

Μα τα φθονερά κορίτσια λέγανε πως πέθανε κι' αυτή απ' την αγάπη, πως ένας κρυφός καϋμός την έφαγε για τον άσχημο άνθρωπο και πως όλα γίνονται στον κόσμο. Κανένας όμως δεν το πίστεψε.... Έτσι ο άσχημος άνθρωπος σε λίγο καιρό πήρε μαζή του την αγάπη του, και δεν την άφησε να την χαρή άλλος κανένας στον κόσμο.

Νόμιζε ότι τον κοιτούσαν με περιφρόνηση, πετώντας του το νόμισμα, ότι ντρέπονταν γι’ αυτόν σαν άνθρωπο και ότι ήταν έτοιμοι να τον κλωτσήσουν στο πέρασμά τους, σαν να ήταν ένα βρόμικο κουρέλι. Αλλά έπειτα κοίταζε μακριά: πέρα από την ομίχλη του φαινόταν πως άρχιζε ένας άλλος κόσμος και πως άνοιγε η πύλη για την οποία μιλούσε ο τυφλός, η μεγάλη πύλη της αιωνιότητας.

Ο Αλβέρτος εγύρισε και η Καρολίνα επήγε να τον υποδεχθή με στενόχωρη σπουδή· δεν ήταν φαιδρός, η υπόθεσή του δεν ήταν τελειωμένη, είχε εύρει τον γείτονα έπαρχο άκαμπτο και μικρόμυαλο άνθρωπο. Κι' ο κακός δρόμος ακόμη τον είχε κάνει δύσθυμο.

Ο όλεθρος τον προσπερνά έν’ άνθρωπο φτωχό, μα φέρνει συγκλαδόκορμο ξερρίζωμα των πλούσιων των αχόρταγων ανθρώπων η ευτυχία που θενά παραπαχύνη. Ποιόν άνθρωπον εθαύμασαν καμιά φορά τόσον πολύ κ’ οι σπιτικοί κ’ οι ξένοι κ’ η πολυσύχναστη της πόλεως αγορά, όσο ετιμούσαν τότε τον Οιδίποδα, όταν μας λύτρωσε τον τόπο από το τέρας π’ άρπαξε τόσες ψυχές ανθρώπων;

Ο σκύλος έχει ένα γυαλιστερό, παστρικό τρίχωμα, που τον σκεπάζει ως τα ρουθούνια. Το μούτρο του είναι εύθυμο και γελαστό, και το μάτια του γυαλίζουν κάτω απ' τα πυκνά του φρύδια. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο και ζητεί να τους ομορφήνη και τους δύο. Ο ζητιάνος όμως φαίνεται σαν να κρυώνη, και το φως, που τον λούζει, τον κάνει ασχημότερο.

Μαστρο- Γιαλής και πάλε Μαστρο-Γιαλής. Άλλος μάστορης σαν αυτόν δε στάθηκε. Χρυσά χέρια. Άνθρωπο μονάχα δεν μπορούσε να σκαρώση με τα χέρια του. Ο Μοναχάκης μια και δυο στην αδελφή του. Τους βρήκε που τρώγανε ψωμί. Δεν ξέρανε τι να του κάνουν. Ο Μοναχάκης ο χαϊδεμμένος, ο Μοναχάκης «ο μικρός», όπως τον έλεγαν, ο Μοναχάκης ο καλόγνωμος! Θυσία τα πάντα για τον Μοναχάκη.

Θα τους κουβαλήσω εδώ. Αυτό, εννοείται μυρίζει λίγο φάρσα· μα όταν έχη κανείς να κάνη μ' έναν τέτοιον άνθρωπο, όλα μπορεί να τα καταπιαστή· δεν είνε ανάγκη να πολυσκοτίζεται· αυτός μπορεί να παίξη θαυμάσια το ρόλο του και να πιστέψη ευκολώτατα και τις χοντροειδέστερες ψευτιές που θα του πούμε. Έχω και τους ηθοποιούς και τα ρούχα όλα έτοιμα. Αφήστέ το απάνω μου. ΚΛΕΟΝΤ Μα δώσε μου να καταλάβω...

Πώς; σας είνε ολίγα; — Όχι, αφέντη, . . με το συμπάθειο· μας είνε πολλά. Δεν είμαστ' εμείς άνθρωποι για χρήματα . . . μας χαλούν εμάς τα χρήματα. Εμένα με χάλασαν. Μ' έκαμαν κακό άνθρωπο.