United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπάρχουνε πολύ λίγες καλές τραγωδίες! άλλες είναι διαλογικά ειδύλλια καλογραμένα, καλοριμαρισμένα· άλλες είναι πολιτικές συζητήσεις, που αποκοιμίζουν ή πλατυασμοί αποκρουστικοί· άλλες είναι όνειρα τρελλού σε ύφος βάρβαρο, κουβέντες κομμένες, μακρυές αποστροφές προς τους θεούς, γιατί δεν ξέρουνε να μιλούνε στους ανθρώπους, ψεύτικοι κομπασμοί, κοινοτυπίες πομπώδικες.

Και πολλούς χωριανούς εκατώρθωσε, με το γνωμικό αυτό και με ορμήνιες άλλες να βάλη στον ίσιο δρόμο· ποιον από το κρασί και ποιον από άλλα χειρότερα· και τον αγαπούσαν πολύ τον καλόγερο όσο επεριφρονούσαν τον Συνέσιο, οπού από τα λίγα που έβλεπαν εμαντεύανε πολύ περισσότερα.

Ανάμεσα όμως στα παιγνίδια είτανε στημένες μικρές και μεγάλες φωτογραφίες σε κορνίζες και στον τοίχο, όσο είτανε δυνατό πιο κοντά στο φως, κρέμονταν άλλες. Είταν εκεί εικόνες του μπαμπά και της μαμάς, των αδερφών κι όλης της οικογένειας.

Από το μυριοθρήνητο το Μελιδόνι αρχινάει η ιστορία μας, γιατί με τις τέσσερες κατοστές, πούπνιξαν οι αθεόφοβοι στον καπνό της φωτιάς που βάλανε στη μια και μονάχη τρύπα του σπήλιου, μαζί με κείνους πήγε κι ο Μανουσάκης της Μαριγής, ο νιόγαμπρος ο λεβέντης. Κατέβαινε τα ματόβρεχτα μονοπάτια σαν τρελλή η αρχοντοπούλα η Μαριγή μαζί μ' άλλες χωριανές της πολλές.

Άλλες πάλε έλεγαν άλλα, σε τρόπο, που μπορούσε κανένας να πιστέψηαν πίστευε τα γυναικίσια λόγιαότι το ίσκιωμα εκείνο είταν χίλιων λογιών, και ότι είταν ο ίδιος ο Ζερζεβούλης.

Τότες γυρίζει η σερπετή πιστάτρα και του κάνει «Σα θες, αφέντη, και καλά ν' ακούσεις την αλήθια, δεν πάει στις συνυφάδες της ή σε καμιά αντραδέρφης, μήτε έσυρε στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, όπου κι' οι άλλες δέουνται πυκνόσγουρες κυράδες· 385 Μον πήγε στ' αψηλό πυργί, γιατί είπαν πως οι Τρώες είναι σφιγμένοι κι' οι οχτροί νικάν μεγάλη νίκη.

Η καμπάνες χτυπάνε ζωηρά κι αδιάκοπα. Άλλες με παιδιάτικους ασημένιους ήχους, μαθημένες από τα παιδιά που κράζουνε στο σχολιό σημαίνοντας αυγή κι απόγιομα κι άλλες με ήχους θλιβερούς και βαρυτάτους συνηθισμένες από τους θανάτους κι από τα ξόδια που συχνότερα διαλαλούσαν· και μια, η μεγαλύτερη του καμπαναριού τ' ΆιΝικόλα, τρυπημένη κατάκορφ' από τουφεκιά κλέφτικη, ξεχώριζε απ' όλες με το βραχνό και σχισμένον ήχο της.

Τέλος πάντων και τετάρτην φοράν ηθέλησε να φάγη ακόμη, και ημείς του εδώσαμεν καθώς και τες άλλες τρεις φορές· και έπειτα εστάθη δύο ώρες χωρίς να φάγη άλλο. Βαστώντας ετούτο το ολίγον διάστημα μας ωμίλησε με πολύ θάρρος· μας εξέταζε τον έναν ύστερα από τον άλλον διά τους τόπους μας, διά τες συνήθειες και τα συμβάντα μας.

Έπρεπε να είνε δικό του ξύλο, να του μιλήση στην ψυχή για να το γνωρίσουν τα μάτια του στην κατάστασι που ήταν. Ούτε κατάρτια, ούτε πανιά, ούτε σκαφίδι απόμενε πλέον. Μόνον η πρύμη του κ' εκείνη ξεσκλισμένη, εκρατιόταν απελπιστικά σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή άλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες.

Πρώτη τον εκατάλαβεν η Αυτονόη, κι αμέσως έρριξε φοβερή κραυγή και ξαφνικά πηδώντας εγκρέμισε κ' εσκόρπισε τα σύμβολα του Βάκχου πούν' άπρεπο να τα θωρούν οι αμάθευτοι οι ανθρώποι. Τότε κ' εκείνη εμάνιωσε κ' εμάνιωσαν κ' οι άλλες. Φεύγει ο Πενθεύς τρεχάμενος και κατατρομαγμένος, κι αυτές, ανασηκώνοντας το φόρεμα στη ζώνη, έτρεχαν κατά πίσω του και τον εκυνηγούσαν.