United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι το εύρισκαν μεγάλον και άνοστον. Ο δε κούρκος, ο οποίος εφαντάζετο ότι είναι μεγάλο υποκείμενον, διότι είχε κόκκινα γένεια, εφούσκωσε και ήνοιξε την ουράν του και ώρμησε προς το πτωχόν παπί, και εφώναξε κλου, κλου, κλου, και έγεινε κατακόκκινη η μούρη του.

Κιαμέ είντα; του χοίρου τη μούρη πρέπει νάχω για να τώςε ξαναμιλήσω. Ας τη λουστούνε τη θυγατέρα τως. Και την άλλη φορά ο γέρος μούκανε μια προσβολή απού δεν ήφεγγα να πορίσω απού την πόρτα ... Δε θέλω μπλειο να τσοι γνωρίζω και την Πηγή τως ας τη χαρούνε. Και να μου τη χρουσώσουνε δεν τήνε θέλω.

Σε λίμνης άκρα εζύγοσε να πιη, και να δροσίση Το διψασμένο αχείλι του, τη φλόγα του να σβύση. 50 Συχνοβουτάει στο νερό τη μούρη και ρουφάει, Και τρομασμένο, ασίγητο, εδώ και εκεί τηράει. Μον σαν απόπιε, εχόρτασε, και ο φόβος λιγοστένει, Τον τόπο να κατατηράη περσσότερο θαρρεύει. Τόσο νερό θιαμαίνεται να πρωτοϊδή ομπροστά του· 55 Της πρασινάδες χαίρεται οπώχει ολόγυρά του.

Αυτή τον αγαπούσε σαν παιδί της, μα δεν μπορούσε και να μη θυμώση για τη διαγωγή του με την κόρη της. Αφού επρόκειτο να πάρη την Πηγή και την είχε λογοστέση, τι ήθελε με τη θυγατέρα της; ... Έφαγε το κουλούρι του κάτω τη μούρη του ... . Αλλ' ας είνε, για πρώτη φορά του το συμπαθούσε· αν όμως άλλη φορά ξαναπείραζε την κόρη της, θα περνούσαν άσχημα.

Έβλεπα κάτι στενές αυλές, βρώμικες, και ήταν μέσα στιβαγμένες γύφτισσες μισόγυμνες, και γυφτόπουλα κουρελιασμένα. Απ' έξω από τον τοίχο σκύλοι κοιμώνταν στο ρίζωμα των ρημαγμένων πύργων, κι άλλοι περιδιάβαζαν σαν πεινασμένοι· άλλοι έχωναν μ' απελπισία τη μούρη τους μες στα σκουπίδια και γύρευαν φαγί, ανταμωμένοι με τα κοράκια. Κάποτε περιδιάβαζε και κανένας Γύφτος, γυρεύοντας κουρέλια ή θησαυρούς.

Κρακρούκ! ανεβοκατέβηκε ξεροσκαστά η βαριά πάνω στο κάφκαλό του. Ελωλώθηκε ο Λιάρος. Εθόλωσαν τα παιδιακήσια του μάτια. Επρομύτισε με τη μούρη στα χώματα. Εχτύπησαν δεμένα τα πόδια του τον αέρα. Εμουκάνισε με κλάψα πολλή, με πικρό παράπονο. Ο μακελάρης πέταξε τόρα με βία τη φοβερή τη βαριά του παράμερα. Εξεφηκάρωσε ένα πλατύ χασαπομάχαιρο κοντό, που άστραψε στον ήλιο ασημένιο.

ΚΑΛΙΜΠ. Ως την ώρα λίγο με πειράζεις· σε λίγο θα κάμης χειρότερα· το γνωρίζω από το τρεμουλιό σου. Ολοένα δουλεύει απάνου σου ο Πρόσπερος. ΣΤΕΦΑΝ. Άφηστα αυτά τώρα. Άνοιξε το στόμα σου· ιδού, τούτο σε μαθαίνει να μιλής, γιατί· άνοιξε το στόμα σου· τούτο σου ξετινάζει το τάραμα, σε βεβαιώνω· δεν γνωρίζεις το φίλο σου· άνοιξε πάλι τη μούρη σου.

Σα βαρύ το γάλα, είπα, σαν άρχισα να τραβώ το παλάγκο. Σαν τον ανέβασα ως το μισό το ύψος, βλέπω τη μούρη του ψυχογυιού σου, και μ' εκύτταζε και γελούσε σαν μαϊμού.

Έφαες το κουλούρι σου κάτω τη μούρη σου! του είπε γελώσα η σύζυγός του, ήτις ισταμένη πλησίον του υιού της, τον περιέβαλε με ακτινοβολίαν στοργής και εγίνετο διερμηνεύς της σιωπής του. Εδώ ν' άλλου αράδα.

Πηγάδι στόμα, μαλλιά χυτά . . . γεμίζεις στρώμα μόνο μ' αυτά. Μούρη αγρία και ζαρωμένη, χλωμή και κρύα σαν πεθαμμένη Χρώμα κανένα δεν της ταιριάζει και ολοένα βαφή αλλάζει Δόντια φαφούτη, όλο σχισμάδες, ύφος τσιφούτη για μαστραπάδες.