United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν να μην ήξευραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν με φρίκη τον σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Έρριξαν στη θάλασσα τα θανατοφόρα όργανα, που πριν έσφιγγαν στα δάχτυλα με τόσο πείσμα και άρχισαν να κλαίνε απαρηγόρητα τους συντρόφους που εσκότωσαν με τα ίδια τους χέρια. Οι καπετάνοι επήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά για να εύρουν το αθάνατο νερό.

Και εκεί που εκαρτερούσα την απόκρισιν με το μετζίλι, αλλοί εις εμένα, μου έφερε μαντάτα πολλά θλιβερά, ότι ο βασιλεύς πατέρας μου μανθάνοντας ότι οι Άραβες κλέφτες, που μας επάτησαν, εσκότωσαν όσους και αν είχα κοντά μου, και λογιάζοντας ότι και εγώ έμεινα σκοτωμένος, από την λύπην του απέθανε, και ότι ανέβη εις τον θρόνον του ένας εξάδελφός μου, ονόματι Αμαδεδίν, ο οποίος με μίαν γραφήν που έγραψε με το ίδιον μετζίλι μου εσημείωνε την χαράν που ο λαός έλαβεν, ακούοντας πως ευρισκόμουν ζωντανός· και ότι με εκαρτερούσε μετά πάσης χαράς διά να πηγαίνω το συντομώτερον, και ήτον έτοιμος διά να μου απαρατήση θεληματικώς τον θρόνον που εις εμέ απαρθένευεν.

Τυχαίνει μίαν ημέραν ένας πραγματευτής ονομαζόμενος Μουζαφέρ, πηγαινάμενος εις το Μετζίτι, έρριξε τα μάτια του επάνω εις τον Κουλούφ, και τον έκραξε και τον ερώτησε λέγοντάς του· νέε, πες μου, από τι τόπον είσαι και διατί τέλος ήλθες εις ετούτην την χώραν; Αυθέντη, του απεκρίθη ο Κουλούφ, εγώ είμαι από την Δαμασκόν, και ταξειδεύοντάς με διάφορες πραγματείες διά την Ταρταρίαν, ολίγον ξέμακρα από την Σαμαρκάντα, με απήντησαν κλέπται, οι οποίοι μου εσκότωσαν τους ανθρώπους και μου επήραν το ό,τι είχα, και έμεινα καθώς με βλέπεις.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εάν σ' ιδούν σ' εσκότωσαν! ΡΩΜΑΙΟΣ Αλλοίμονονεμένα! Φοβούμαι περισσότερον το ιδικόν σου μάτι, παρά σπαθιά των είκοσι. — Με γλύκαν κύτταξέ με, και ούτε συλλογίζομαι την ιδικήν των έχθραν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Δεν ήθελα να σε ιδούν διά τον κόσμον όλον. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν έχει φόβον της νυκτός το ράσον με σκεπάζει, φθάνει εσύ να μ' αγαπάς, κι’ ας μ' εύρουν δεν με μέλει!

Ήθελε να μου διηγηθή πώς επέρασαν τον ποταμόν Άλυν, πώς εσκότωσαν κάποιον Τιριδάταν, και πώς ανδραγάθησε ο Πολέμων στη μάχη που έκαμαν με τους Πισίδας• αλλ' εγώ τον αφήκα και έτρεξα να σε ειδοποιήσω διά να σκεφθής τι πρέπει να κάμης. Διότι αν έλθη ο Πολέμωνκαι εξάπαντος θάρθη άμα γλυτώση από τους γνωρίμους τουκαι εύρη εδώ στο σπίτι μας τον Φιλόστρατον, τι νομίζεις ότι θα κάμη;

ΜΑΚΔΩΦ Ω Βάγκε, Βάγκε, Βάγκε! Τον Δώγκαν τον εσκότωσαν! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ω, συμφορά! ω, φρίκη! Εδώτην στέγην μου! ΒΑΓΚΟΣ Φρικτόν όπου και αν συνέβη! 'Πέ ότι έσφαλες, Μακδώφ, 'πέ μου πως ήτο ψεύμα. ΜΑΚΒΕΘ Αν ήτο και απέθνησκα πριν τούτου μίαν ώραν, θα έλεγα πως έζησα ζωήν ευτυχισμένην!

ΚΡΕΩΝ Σ’ αυτήν εδώ πως κρύβεται τη χώρα, λέγει, κι ό,τι ζητάει κανείς το βρίσκει πάντα και μοναχά ό,τι αμελεί, νομίζω, χάνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μεσ’ στο παλάτι ή στους αγρούς τον εσκοτώσαν; ή σ’ άλλη χώρα απόμακρη ξενιτεμένον; ΚΡΕΩΝ Καθώς επήγαινε να λάβη στο μαντείον χρησμόν κάπου τον σκότωσαν και δεν ξανάλθε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και δεν τον είδε ούδ’ άγγελος ή ακόλουθός του πού τον εσκότωσαν;

Σκεφθήκανε, και βρίσκοντας ότι ίσως ένα τέτοιο έγκλημα δεν άξιζε καθόλου το θάνατο, την έδεσαν σ' ένα δένδρο. Έπειτα εσκότωσαν ένα μικρό σκυλί. Ο ένας του έκοψε τη γλώσσα, την έβαλε στη τσέπη του κοντοκακιού του, και παρουσιάσθηκαν έτσι πάλι στην Ιζόλδη. — Εμίλησε καθόλου; ρώτησε κείνη, ανήσυχη. — Ναι, Βασίλισσα, εμίλησε.

Μια 'μέρα αγνάντιατο νησί ακούστηκαν τουφέκια, Φωναίς πολλαίς, αλαλαγμός, σάλπιγκες, τουμπελέκια· Εσκότωσαν το γέρω Αλή. Πήραν το κάστρο απάνου. Πήρανε και τα Γιάννινα τ' ασκέρια του Σουλτάνου.