United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος σήκωσε πράγματι το βλέμμα επάνω της, χτύπησε με τα χέρια τα γόνατά του και είπε: «Λοιπόν, πότε λέτε να τη σπάσουμε αυτή την αλυσίδα;» «Από εσένα εξαρτάται, Πρέντου, ν’ αποφασίσεις

Ο ντον Πρέντου τον χτύπησε τόσο δυνατά στην πλάτη που τον έκανε να τιναχτεί μπροστά και το κρασί από τα ποτήρια χύθηκε επάνω του. Σε καλό να του βγει! Σκούπισε τα ρούχα του με το χέρι και ήπιε∙ και με έκπληξη και ικανοποίηση είδε τον Τζατσίντο να βγάζει το πορτοφόλι και να δίνει στον πωλητή ένα χαρτονόμισμα των πενήντα λιρετών. Δόξα να’ χει ο Θεός, αυτό σημαίνει πως το παιδί έχει πράγματι λεφτά.

Πάντα η φωνή του πραματευτή στο φτωχό δρόμο — η φωνή του στον ήλιο που βασιλεύει! Η φωνή του είν' ο καιρός που μας χτύπησε. Η φωνή του είν' η μέρες που δεν ξανάρχονται. Η φωνή του είν' η γνώση που μας επίκρανε. Και συ δεν ξέρεις τίποταόταν το ημιτόνιο της μελωδίας σου λυώνει στο φλογισμένον ορίζονταπραματευτή με τα νήματα και της δαντέλλες!

Ένας ναύτης γραφέας συνάδελφός του στο ίδιο γραφείο, τον έπιασε ψηλά από το μπράτσο και τούπε: — Η σάλπιγγα χτύπησε πληρωμή των ανθρώπων που ανθράκεψαν. Έλα να μας βοηθήσεις στη δουλειά. — Αυτό είνε δικός σας λογαριασμός, απάντησεν ο Ρένας. Οι τιμωρημένοι με φυλάκιση δε δουλεύουνε. Η σάλπιγγα περιγύριζεν ακόμα το καράβι και φώναζε.

Άξαφνα ακούω μια φωνή: — «Καλώς ώρισες, καπετάνιο!» — «Καλώς σας βρήκαμε». Βρε τι ήτανε εκείνο; Με χτύπησε σαν μαχαίρι στην καρδιά. Έλα Κύριε! είπα μέσα μου. Τ' είνε τούτο το κακό; Γυρίζω και βλέπω. Θαμπώσανε τα μάτια μου. Χαμογελούσε και κοκκίνιζε σαν παπαρούνα, οι άλλες βαστούσανε τα γέλια τους. Κοντοστάθηκα. «Δε με γνωρίζεις, Καπετάν Δημήτρημου λέει. Λιγώθηκα.

Ο Έφις καταλάβαινε πολύ καλά και ένευε καταφατικά με το κεφάλι και με τα μάτια του που άστραφταν. «Να μιλήσω εγώ με την ντόνα Νοέμι;» Ο ντον Πρέντου του χτύπησε το γόνατο. «Μπράβο! Αυτό είναι. Και όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα, Έφις! Αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα αφήνουμε να μπαγιατεύουν.

Και χτύπησε το αδειανό του ποτήρι στο τραπέζι, σκουπίζοντας με το ζερβί του τα δασά του μουστάκια. — Καλά, Μαστρο-Ρήγα! έκανε πειραγμένος ο Γιάννης. Με συμπαθάς... Σα με πήρες για παλαβό, που δεν ξέρω τι λέω... Ο Ρήγας του Μαθιού χαμογέλασε πρόσχαρα. — Σαν το θέλης, μωρέ μάτια μου, έτσι είναι.

Το καζάνι της νέας ρωμιοσύνης έβραζε ακόμα, και χοχλακίζανε μέσα του ταρίθμητά της στοιχεία, πολιτισμένα και βάρβαρα· εκεί λοιπόν που πήγαινε ομπρός το εθνικό αυτό λαμπικάρισμα, ξεφύτρωναν ξεθυμασμένοι φιλόσοφοι και μας χύνανε νερό στη φωτιά. Τους χτύπησε ο Ιουστινιανός μ' όλη τη δύναμη του.

Εδώ στο βυζί με χτύπησε! ξαναείπε ο Γιώργης κρατώντας πάντα την απαλάμη του στην πληγή του. Σήκωσε τα μάτια του κατά τον Μήτσο γυρεύοντας θάρρος. — Δεν έχεις τίποτα! Δεξιά είνε! είπ' εκείνος. Μέσ' στη σάστισί τους κανένας δεν τον ρώτησε ποιος τονέ χτύπησε, ούτε ο ίδιος είπε τίποτε. Καθώς τον ανασηκώνανε, ο Βαγγέλης τον ρώτησε: — Τον είδες; Τον πήρε το μάτι σου; Ποιος σε βάρεσε, ρε Γιώργη;

Προπάντων όμως έξοχος νεοπλατωνιστής. Τέτοιοι άνθρωποι δεν μπορούσανε να μην αφίνουν πάτημα και να μην ταράζουν το δρόμο του χριστιανισμού. Μα και κάτι μακρήτερα πήγαινε τότες ο Εθνισμός. Είχε το μάτι του στη δύναμη την πολιτική, και κάθε πλαγινό τρόπο δοκίμαζε γι' αυτό το σκοπό. Τέτοια δύναμη μέσα στο κράτος ο Ιουστινιανός δεν είταν άνθρωπος να την αφήση αχτύπητη και τη χτύπησε.