Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Είναι η πιστή η σκλάβα της πανώριας Μελέκης, και το μήνυμα είναι πως η πανώρια η Μελέκη δε λαχταρεί μιας νυχτιάς, μόνο ζωής αλάκερης αγάπη· πως στα χέρια του είναι η μοίρα της, κι άλλον τρόπο δεν έχει παρά να τουρκέψη και να την κάμη δική του. Έφυγε η γυναίκα, κ' έμεινε ο Ηλίας αμίλητος. Έμεινε ως τη χαραυγή.

'Σάν από μέθη, ζάλη, Τρικλίζει ο πύργος τρεις φοραίς και μέσ' 'ςτά 'μεσουράνια Τινάζεται 'σάν σύγνεφο, και φέρνει εκεί κουρμπάνια Τους γέρους τον Μεσολογγιού και των Τουρκών τ' ασκέρια Απ' τη μεγάλη αναλαμπή λάμπουν βουνά κι' αστέρια! Το Μεσολόγγι η χαραυγή τωύρε ταχιά πεσμένο, Κ' είδε το μισοφέγγαρο 'ςτά τείχηα του στημένο.

Μακάρι να είταν τρελλού φαντασιά, κι όχι κορμί σπαρταριστό, ο Στεφανής που καβαλίκεψε το μουλάρι μου και κατέβηκε στη Μητρόπολη. Μακάρι να είταν της χολής του σταλαματιά τόνειρό του εψές αργά πρι να μ' ανταμώση, μακάρι να είταν ίσκιωμα, και να μην τάβλεπα με τα μάτια μου τέσσερα λείψανα στη χώρα που τα κουβαλούσαν πρωί χαραυγή, να μην τα δη ο κόσμος κι αποτρομάξη. Γαρουφ.

Αλλά διά να ευρεθή απρόσεκτη και αλλοφρονούσα, διά να μην κυττάξη καλά πού πλησίον ευρίσκετο, επαραπάτησεν, έκαμε μικρόν θόρυβον, αρκούντα διά να ξυπνήση τον σκύλον και τον άνθρωπον. Όλα έτσι της ήρχοντο! Άλλως, η δίψα της τώρα είχεν ερεθισθή με τον δρόμον τον ανωφερή. Έκοψε φύλλα ελαιοδένδρων και τα έβαλε μέσ' το στόμα της. Εβάδιζεν επί μίαν ώραν ακόμη. Ήτον ήδη χαραυγή.

Ως και στις χλωρασιές απάνω τάβλεπες τα πρόβατα κ' έβοσκαν αναπαμένα κι αυτά, σα να μην έτυχε τίποτις. Το τουφέκι ως τόσο πάντα στον ώμο.! Πού να ταφήση Κρητικός το τουφέκι, που με δαύτο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αν είνε πράμα που να τους συμπονάει άνθρωπος τώρα που βλέπουν οι δύστυχοι χαραυγή άσπρης μέρας, είνε που δε θα κρέμεται πια το Μαρτίνι κι ο Γκρας πίσω από τον ώμο τους.

Τ' αρνάκια του Μαγιάπριλου την άδολη καρδιά τους, Ο σταυραετός οπώφυγε μια μέρ' από την Πόλι Και μέσ' απ' την Αγιά-Σοφιά της έδωκε την Πίστι, Η χαραυγή το γέλοιο της και τα ψηλά βουνά μας Ασπράδι από τα χιόνια τους κι' από τα κρύα νερά τους. Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Ποια απ' την ψυχή μου δύναμι, ποιο χέρι απ' την καρδιά μου Αθώα κ' εγώ να την φιλώ μ' εβάσταγε, δεν ξέρω. Με τέτοια αθώα φιλήματα, μ' αθώα παιγνίδια τέτοια. Ημείς εμεγαλώναμαν και πέρναγαν τα χρόνια. Εγώ 'παιρνα παλληκαριά κι' αυτή ωμορφιά και μάγια. Ως πώφεξε μια χαραυγή, της άνοιξης μια μέρα, Που εγνώρισα 'ςτά μάτια της και 'ςτό χαμόγελό της Κάποιο μυστήριο αγνώριστο ως τότε 'ςτήν καρδιά μου.

Κι' ο Μήτρος με τη χαραυγή τα πρόβατα του βγάζει Στα κορφοβούνια απ' τάρμεγμα να τα περιβοσκήση, Αντιλαλούν η λαγκαδιαίς απ' τα λαμπρά κουδούνια, Απ' τα βραχνά βελάσματα αχολογούν η ράχαις, Και 'ςτ' αλαφρό τ' ανέβασμα του ζηλεμμένου Μήτρου Φουσκώνει η φουστανέλλα του, βροντούν τα χαϊμαλιά του, Κι' ο μεταξένιος του ο τσαμπάς τινάζεται σαν νέφιο Οπού το δέρνει ο άνεμος και το χρυσώνει ο ήλιος.

Ας λάμπη δε το βλέμμα σας καθώς Αποσπερίτης, Αυγερινός και Σείριος, κι' ας είμαι Σαρδανάπαλος και χαύνος Συβαρίτης και μαλθακός Ασσύριος. Του πυρετού μου έρχονται κακαίς ανατριχίλαις... μην ανατείλης, χαραυγή, μη σιωπάτε, κούκοι, κι' ελάτε, περδικόστηθαις και μαρμαροτραχήλαις, κι' ας φέρ' η Μάκβεθ ναργιλέ κι' η Δαλιδά τσιμπούκι.

Οι χωρικοί έλειπον όλοι εις τας εργασίας των γυναίκες και άνδρες, μικροί και μεγάλοι, έκαστος κατά τας δυνάμεις του είχον αναλάβει τα καθημερινά, τ' αναλλοίωτα καθήκοντά των, άμα τη χαραυγή.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν