Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Κ' ήθελε όλα να τ' αλλάξη με το παράδειγμά του, με τα φερσίματα του και με τα λόγια του. Μα τα λόγια και τα φερσίματά του ήταν τόσο ξαφνικά που ετρόμαζαν τους χωριάτες· τους ξυπνούσαν την υποψία. Καθώς ήταν ριζωμένοι στις συνήθειες τους, έστεκαν αντίκρυ του ανήσυχοι κι αγριεμένοι. Ο Τσαϊπάς ούτε το φανταζότανε· μα και να το φανταζότανε λίγο τον έμελλε.
Εχτρούς όμως είχε πολύ πιώτερους, και δικούς μας και Γότθους, και πρώτο πρώτο το Γαϊνά. Πώς τον έκαμαν κ' έδρωνε αυτοί οι εχθροί του κοντά στο νου. Τόσες συνωμοσίες του σκάρωσαν που αναγκάστηκε στα 397 να βγάλη τον περίφημο νόμο που καταδίκαζε σε θάνατο όποιονα στρατιώτη ή πολίτη, ρωμιό ή βάρβαρο, έκαμνε ή και φανταζότανε συνωμοσία εναντίο «Ιλλούστριου».
— Με τον αρρεβωνιαστικό σου! Πού τον ηύρες τον αρρεβωνιαστικό εσύ; — Πώς πού τον ηύρα; Τάχα δεν τον ξέρεις του λόγου σου; Τον ξέρεις. — Εγώ; — Ναι, του λόγου σου. Μ' αφού τον έχεις μέσ' στη σάλα! Στη σάλα! Η κυρία Μαχαλά πήγε να ξεφωνήση. Ποτέ δε φανταζότανε πως η Ασημίνα θα τολμούσε να μπάση, τον αρρεβωνιαστικό στη σάλα της. Στην κουζίνα, ναι· μα στη σάλα! Τέτοια αυθάδεια δεν την περίμενε.
Μα κ' οι δυο τους σφραγίζανε το χωρισμό με δάκρυα πολλά, μ' αναφυλλητά. Κ' εκεί που ζητούσε η γριά, φανταζότανε την καλύβα της σκουντουφλιάρα, παντέρημη και ζύγωνε στη νια να γίνη ένα μαζί της, λες κ' ήθελε να πάρη τη δροσιά και τις ελπίδες της.
Τα σεβότανε τώρα εξαιρετικά και τα φανταζότανε να γιαλίζουν όπως και τα χρυσά γαλόνια των ξένων αξιωματικών., Ορίστε η μαλακιά φωνή της κλαπαδόρας, και ο λυγερός τόνος της κορνέττας, και τα καναρίνια που λέγονται κλαρίνα, και η πλατειά φωνή των μπάσσων, κι' αυτά που σχίζαν την ηχώ σα μαχαίρια πλατολέπιδα τρομπόνια, και οι βραχύφωνες τρόμπες, και το ευφώνιο με τον επίσημο τόνο, και το πίφυρο κελαϊδιστό, και η γραν-κάσσα βάρβαρη μα απαραίτητη, και το ταμπούρρο άτακτο παιδί γεμάτο θόρυβο.
Ω διάολε! τι ανακατώνεται αυτός στα οικιακά του; Θες από τα πολλά παθήματα θες από την αδυναμία του ο Αριστόδημος κατάντησε να υποψιάζεται όλον τον κόσμο. Τους γειτόνους του, ακόμα και τους φίλους του, δεν τους φανταζότανε παρά ένα κοπάδι από λύκους, έτοιμους να χυθούν και να διαγουμίσουνε τον τόπο του. Όσο του έδιναν ήταν καλοί και τους αποθέωνε.
— Τι θέλετε να πήτε, άρχοντα Τριστάνε; Όχι, ο Βασιληάς και κύριος μου, ποτέ δεν θα φανταζότανε μόνος του τέτοια ατιμία. Αλλά οι προδότες αυτού του τόπου τον έκαναν να πιστέψη το ψέμμα, γιατί είναι εύκολο να ξεγελιούνται η τίμιες καρδιές. Αγαπιούνται, του είπαν, και οι προδότες του το παράστησαν ως έγκλημα.
Και λογάριαζε να σμίξη τις μελέτες του και να γράψη ένα έργο που να αποδείξη στον κόσμο μια γενιά με όλες τις αλλαγές που έκαμαν οι καιροί, ως τα σήμερα. Φανταζότανε πως ένα τέτοιο έργο αν έφτανε στο τέλος του, θα ήταν αρκετό να τιμήση και να δοξάση κάθε σοφό της εποχής του. Μα τώρα αναγκάστηκε να τ' αφήση ή να τ' αναβάλη. Για πόσον καιρό ποιος το ξέρει;
Η πρώτη πιτυχιά έκαμε ν' απλωθή τ' όνειρό του πλατύ σαν θάλασσα. Ήταν περήφανος και αψής και ακράτητος. Είχε την πεποίθηση πως από κείνον άρχιζε νέα ζωή στη γενιά του. Ζωή γεμάτη από τιμές και δόξες. Πολλές φορές σαν καθότανε στο παραθύρι κι αντίκρυζε την πατρική κληρονομιά, έπεφτε σε δράματα. Φανταζότανε όλη εκείνη τη γη αποδοσμένη πάλε στο αίμα του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν