Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Και σκότωσε τον Άξυλο ο τολμηρός Διομήδης, του Τέφτρου γιο, που κάθουνταν στην ομορφοχτισμένη Αρίσβα, κι' είχε βιος πολύ και φίλους τους αθρώπους, τι φίλεβε όλους έχοντας στη στράτα απάνου σπίτι. 15 Μα πούταν τότε αφτοί μπροστά να μπουν και να προλάβουν τη συφορά, μον και των διο τους έφαγε το μάτι, κι' εκείνου και του παραγιού Καλήσου, που τα γέμια του βάσταε τότες.
Κι' ο ήλιος σα βασίλεψε και πήρε το σκοτάδι, 475 τότες στου ξύλου πλάγιασαν κοντά το παλαμάρι. Κι' έφεξε η ροδοδάχτυλη νυχτοθρεμένη Αβγούλα, και τότες πια τα πρύμισαν πίσω να παν στον κάμπο.
Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα «Ήρθα οχ τον ουρανόνε εγώ να πάψω το θυμό σου, αν θες ν' ακούσεις, κι' η θεά μ' έχει σταλμένα η Ήρα, που συλλογή ίση και των διο σας έχει κι' ίση αγάπη.
Τότες ακούσθη κ' η βροντή απ' την Αγία Λαύρα, Κ' εφάνηκαν μέσ' 'ςτά βουνά σύγνεφα 'λίγα μαύρα, Κι' απώνα βουνό 'ς άλλο Πετούν, πυκνώνουν, γίνονται ένα βαρύ, μεγάλο, Που απ' άκρη 'ς άκρη τη βαθειά τη φοβερή μαυρίλα Απλώνει 'ς την Ελληνική τη χώρα. Ανατριχίλα! Επανεστάτησε ο Γκιαούρ!
Αναπετιέται τότες ο Ύπαρχος και, — Πώς; φωνάζει, δεν τη φοβάσαι τη δύναμή μου εσύ; — Και τι μπορείς να κάμης; λέει ο Ιεράρχης ατάραχα. — Έν' από τα πολλά, αποκρίνεται ο Ύπαρχος, που είναι στην εξουσία μου· εξορία, βασάνισμα, θανάτωμα. — Άλλο τίποτις έχεις να με φοβερίξης; ρωτάει ο Βασίλειος. Απ' αυτά τίποτις δε φοβούμαι. Να μου δημέψης το έχει μου δεν μπορείς, με τόνα μου ρούχο, κι αυτό παλιό.
Τότες λοιπόν δεν τους ένοιωσαν οι χωραΐτες, επειδή εφτάσανε νύχτα· μα την άλλη μέρα εμαζεύτηκε στο σπίτι του, κόσμος από άντρες και γυναίκες.
Να, μαντολόγο αν ξέταζες, τι θα σου πει, αν κατέχει από σημάδια θεϊκά κι' αληθινό τον ξέρουν.» Τότες ο Έχτορας λοξά τον κοίταξε και τούπε 230 «Τώρα όσα, Πολυδάμα, λες δεν είναι φίλου λόγια. Σου ξέρει κι' άλλη πιο καλή να κόψει ο νους σου γνώμη.
Σιγά σιγά θα μας φέρνουν και τις χαρές μας από τον Παράδεισο, και τους πόνους μας από την Κόλαση, και σα δεν έχουμε πια τίποτις δικό μας, θα ψάλλουμε στον πλάγιο του τετάρτου, — το μόνον ήχο που ξέρουνε στην Ευρώπη, — «Ευοί Ευάν» με τους αγγέλους, και «Ιώ, ιώ» με τους δαιμόνους. Και τότες θα δοξαστούμε, και θα δη η «Εσπερία» τι μεγάλο έθνος γενήκαμε, και θα μας δώση την Πόλη.
Και τώρα το νοιώθουμε πώς δυνήθηκε ο Χρυσόστομος με μονάχη την παρουσία του να μποδίση στρατό κι όχλο να σύρουν τον Ευτρόπιο αποκάτω από την Αγιατράπεζα ύστερ' από ένα χρόνο, τότες που κατρακυλήστηκε από τα μεσούρανα της δόξας του ο Ευνούχος.
Πάν τότες του Τυδιά το γιο να βρουν, κι' απ' την καλύβα 150 όξω τον ήβραν παρακεί με τ' άρματα, κι' οι φίλοι γύρω κοιμούνταν έχοντας ασπίδες προσκεφάλια. Όρθια τα όπλα τους μ' ουρές στη γη είτανε μπηγμένες, αλάργα αντίφεγγε ο χαλκός σαν αστραπή του Δία. Κι' ο αρχηγός κοιμότανε με κάτω του στρωμένο 155 δέρμα βοδιού, κι' ολόλαμπρο χαλί είχε προσκεφάλι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν