Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Κ' έχει τόση δύναμη, όση μήτε ο Δίας· ορίζει τα στοιχεία, ορίζει και τάστρα, ορίζει κι αυτούς τους θεούς· μήτ' εσείς δεν ορίζετε τόσο τα γίδια και τα πρόβατα· τ' άνθη όλα του έρωτα έργα είναι· τα δέντρα τούτα αυτουνού δημιουργήματα· απ' αυτόν τρέχουνε και τα ποτάμια και φυσούν οι άνεμοι.
Κι ανάμεσα στης ανεμοζάλης τα μουγγρίσματα, ταχτικό κι επίμονο αντηχούσε τόση ώρα τόρα από τα κεραμίδια της στέγης το ρέκασμα μιας κουκουβάγιας περιχύνοντας τα νεύρα από ανατριχίλα κρύα και παράξενη, τη ψυχή από θλίψη και λαχτάρα. Παράξενο ξύπνημα. Και είχαν αποκοιμηθή με τόση γαλήνη, με τόση ξαστεριά.
Με τόση καρδιά θα παρακαλούσα την Παναγία, που θεωρούσα βέβαιο ότι θα με εισήκουε. — Αι; ρώτησε η μητέρα μου· είντα λες; πας; — Πάω, της είπα. Θαρθής και τουλόγου σου; — Όι, παιδί μου, δε μπορώ 'γώ. Είνε μεγάλη κούραση για μένα. Μα είντα με θες εμένα; Εκειά θάχης τη θεια σου, το μπάρμπα σου και τα ξαδέρφια σου. Θαρθή κιο Βασίλης ίσα 'κειά να σου κάνη συντροφιά.
Τον είλκυσεν από τον βραχίονα και του είπε: — Έλα να βγούμε όξω να σου πω ... . Ο Μανώλης τον ηκολούθησεν ευπειθώς, τόση δε ήτο η ταραχή του, ώστε ουδ' εστράφη προς την Πηγήν, ήτις τους παρετήρει απορούσα και αυτή, αλλά και ανησυχούσα περισσότερον.
Αλάλαξαν τόρα από χαρά στο σπίτι της κάτω. Η πόρτα άνοιξε διάπλατη απάνω στο χαγιάτη. Χείμαρος φωτεινός εξεχύθηκε κάτω ορμητικά. Έλουσε, επερίχυσε ταμέτρητο όξω παιδολάσι, που με τόση υπομονή ακαρτερούσε τη θριαμβική παράτα της. — Νάτη τόρα' νάτη!... — Νάτη! νάτη!... — Άνοιξ' η πόρτα!... — Βγαίνει πια!... — Βγαίνει τόρα! Βγαίνει!... Εχάρηκαν τόρα κ' έσκουξαν κ' εσφύριξαν.
Ο Γάλλος, ο μεγαλήτερος, δε φαίνεται να πολυπρόκοψε, επειδή, όταν οι Ευνούχοι της Πρωτεύουσας ενεργήσανε κ' έγινε Καίσαρας της Ασίας στα 351, έδειξε τόση αγριωσύνη — μάλιστα τότες που, αφού έβρισε δυο υπουργούς του Κωσταντίου σταλμένους στην Αντιόχεια να ξετάσουνε μερικά του κακουργήματα, τους έδεσε ύστερ' από τα πόδια και τους σέρνανε στους δρόμους — που τον έφερε ο Κωστάντιος στην Πρωτεύουσα, κ' ύστερ' από ψεύτικη κρίση πρόσταξε και τονέ δέσανε πιστάγκωνα και τον κόψανε μέσα στη φυλακή σαν κοινό κακούργο.
Ποτέ του ήλιου η ευμορφιά, ποτέ της γης η νειώτη Κ' η περηφάνεια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα Κ' η λευθεριά του ξηφτεριού, ποτέ τόση γλυκάδα Τόση κρυφή μοσχοβολιά δεν έχυσαν τριγύρω 'Σ το Διάκο που ψυχομαχά.
Εκεί να ο γέρος με σκοπό τα μάτια ναν τ' ανοίξει 305 ζυγώνει, κι' έτσι σε σοφό σοφά μιλούσε λόγια «Ναι εσένα, γιε μου Αντίλοχε, και νιο έτσι πούσαι, ο Δίας σ' αγάπησε κι' ο Ποσειδός, και σούμαθαν καθ' είδος αλογοσύνες· έτσι εσύ δε θες και τόση ορμήνια.
Είταν τόση ξαστεριά, πόλεες άνοιξη, πως ξαναγύρισε το καλοκαιράκι. Του λόγου της από κει γύρεψε ένα σεργάνι στη λίμνη. Γυναίκα, βλέπεις, ούλο στο κακό. Εμένα έδερνε το μάτι μου... — Σάματ' τόξερα κ’ εγώ η κακομοίρα, αποκρίθηκε, πειραγμένη η γυναίκα του, και χαμογελώντας. — Θεός να σε φυλάη από γυναίκα.
« Προβαίνουν με πεποίθησι, » Ότ' ήθελε μας σβύσει » Η τόση πούφεραν Τουρκιά, » Και πριν ξαναφωνάξω, » Δερβίσης μ' αποκρίνεται: » — Τ' Αλλάχ! . . . παντού να κράξω » Πηγαίνω! — Πρώτο μες 'ς τη γη » Έρριξα το Δερβίση.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν