United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πόθος για κάτι νέο, κάτι ασυνήθιστο, κάτι που να έκοβε τη μονοτονία του καθημερινού, έσμιγε τη στιγμή αυτή με την ανάμνηση του περασμένου και μ' έναν τόνο, που δεν μπορούσε να του αντισταθή κανείς, φώναξε: — Θέλω να πάω εκεί· θέλω να πάω εκεί, Γιώργο. Μα την ίδια στιγμή ένοιωσα τον εαυτό μου να γυρίζη στην πραγματικότητα.

Κ' η φωνή της είχε έναν τόνο, σα να ήθελε να με μαλλώση, που δεν την ένοιωσα. — Ναι, ναι, είπα. Και χωρίς να νοιώθω τι έτρεχε μέσα πήγα κ' είδα το Σβεν να με κοιτάζη από το κρεββάτι μου, όπου είτανε ξαπλωμένος. — Δε γνωρίζεις τον μπαμπά, Σβεν; — Ναι, είπε ο μικρός με ξαφνισμένη φωνή. Δεν μπορούσε να νοιώση γιατί όλοι οι μεγάλοι είτανε τόσο ανήσυχοι.

Γύρισε πίσω να δη τη Λιόλια: πήγαινε κλαμένη, βαστώντας το ξένο καπέλλο με τα δυο της χέρια, κι αυτή μαζί σπρωγμένη πίσω απ’ το φέρετρο απ’ την ίδια δύναμη και κατάρα. . και κοντά της έσερνε η Θεια Ελέγκω τα γεροντικά της πόδια. . . Γύριζε ο άνεμος καμμιά φορά κ' έφερνε πίσω την ψαλμωδία εκεινού με το δεμένο μάτι, πούψελνε στον πιο αψηλό τόνο και μ’ όλη τη δύναμη της μύτης του, για να τονέ βουβάνη τον άλλο ψάλτη. . του φάνηκε πως έψελνε ολοένα: «Δόξα σοι ο Θεός!

Στον Φάλσταφ υπάρχει κάτι απ' τον Άμλετ και στον Άμλετ κάτι του Φάλσταφ. Ο παχύς ιππότης έχει πότε-πότε μελαγχολικές διαθέσεις, όπως ο νεαρός πρίγκηπας στιγμές χονδρής ευθυμίας. Διαφέρουμε μεταξύ μας μονάχα στασήμαντα. Στη φορεσιά, στο φέρσιμο, στον τόνο της φωνής, στις θρησκευτικές δοξασίες, στο εξωτερικό, στις συνήθειες και τα παρόμοια.

Η Κυνεγόνδη δεν ήξερε, πως είχε ασκημήνει, γιατί κανείς δεν της τόχε πει: θύμισε στον Αγαθούλη τις υποσχέσεις του μ' ένα τόνο τόσο απόλυτο, που ο καλός Αγαθούλης δεν τόλμησε ν' αρνηθή. Δήλωσε λοιπόν στο βαρώνο, πως θα παντρευότανε την αδερφή του.

Ο Σβεν ήξερε καλά πως δεν έπρεπε να έχη ποτέ φόβο από τη μαμά, αυτή τη φορά όμως έχασε το θάρρος. Γιατί τώρα θυμήθηκε που του είχε πει πως θα τον δείρη κι όταν αντίκρυσε τον μπαμπά, τον έπιασε αμέσως τρόμος. Γιατί ο μπαμπάς φαινότανε σοβαρός κ' είπε με πολύ αυστηρό τόνο: — Τώρα πρέπει να πάρουμε το ξύλο, Σβεν. Γιατί, καθώς θυμούμαι, σου το έταξε η μαμά.

Και για να μην την ερεθίσω περσότερο, προσπάθησα να της απαντήσω μ' έναν τόνο όσο το δυνατά φαιδρότερο: — Αυτό είναι το μόνο κρίμα, που έχεις στη συνείδησή σου; — Όχι, όχι, είπε· απέναντι σου όμως δε γνωρίζω άλλο. Και ξακολούθησε, ενώ με πλησίασε περσότερο: — Μα αυτό είναι το χειρότερο, που μπορούσα να πω και να στοχαστώ. Γιατί γνωρίζω πως κανένας άλλος έξω από σένα δε μ' ένοιωσε.

Ξαναείπε τα λόγια μου όλως διόλου χωρίς τόνο, αν και τα είχε ακούσει πολλές φορές προτήτερα, τα ξαναείπε σα να κλείνανε κάτι ακατανόητο και φώναξε άξαφνα: — Τότε έχεις αλλάξει. — Δεν το πιστεύω. — Ναι, έχεις αλλάξει. Αλλιώς πως είτανε δυνατό να πιστεύω πως η ζωή τελειώνει με το θάνατο; Εσύ μου το έμαθες. Γιατί τώρα δε θέλεις να πιστεύης ό,τι πιστεύω και γω;