Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Πόσο κάθησα έτσι εκεί, δεν το θυμούμαι, θυμούμαι μόνο πως νύχτωσε και πως τρόμαξα όταν ένοιωσα πως η γυναίκα μου είτανε γονατιστή μπροστά μου κι ακκουμπούσε το κεφάλι της στα χέρι μου. Είχε ρθει τόσο σιγά, ώστε δεν την άκουσα κ' η φωνή της είχε τόσο ήσυχο τόνο, όταν είπε: — θέλω να ζήσω για σένα, Γιώργο, για το Σβεν και τα μεγάλα αγόρια μας.
— Μπρε το Θεό του! είπεν ο μηχανικός, πάει το σκαφίδι, πάνε και τα ρούχα μου, τα ξουράφια μου, όλο μου το παν. Ο τιμονιέρης στάζοντας από τα νερά του είπε: — Και τώρα!! — Και τώρα!! Έκανε στον ίδιο τόνο κι' ο άλλος. — Και τώρα να πάτε γλήγορα στ' Οπλονομείο, είπεν ο αξιωματικός της υπηρεσίας, για την ανάκριση. Αυτό ήτανε όλο.
Η Νοέμι ξανάρχισε να ειρωνεύεται, αλλά η ντόνα Έστερ ακούμπησε το χέρι της στο χέρι εκείνης και είπε με ήπιο τόνο. «Του δίνει λεφτά η Καλίνα. Νομίζαμε ότι το ξέρεις, Έφις! Παίρνει από την Καλίνα με τόκο και ο Πρέντου του υπόγραψε κάποιες συναλλαγματικές, επειδή ελπίζει έτσι να μας πάρει το κτηματάκι. Καταλαβαίνεις!» Καταλάβαινε.
Γεμάτο άστρα ελπίδες που ανέτειλε Για να σκεπασθή αμέσως με σύννεφα. Από το μέλλον μου φωνάζει μια φωνή : — Εμπρός! — Αλλά προς το Παρελθόν — ερεβώδη άβυσσον — το πνεύμα μου πτερυγίζει, σιωπηλόν, ακίνητον, λυπημένον. Γιατί, ωιμέ! ωιμέ! για μένα Το φως της ζωής έσβυσε. «Ποτέ πια, ποτέ πια, ποτέ πια, — Λέει η θάλασσα με επίσημο τόνο στην αμμουδιά — Το κεραυνοβολημένο δένδρο δεν θ' ανθίση.
Αν έλεγε ήκουσα ή ετοίμη , θα παράβαινε κ' ίδιας της αρχαίας τον κανόνα. Ο τόνος στην αρχαία κατεβαίνει μόνο όταν η υστερνή συλλαβή της λέξης είναι διπλόχρονη. Ταρσενικό έτοιμος μπορεί λοιπό στην αττική να μείνη προπαροξύτονο· η γενική ετοίμου, η δοτική ετοίμω, η θηλυκή ονομαστική ετοίμη δεν μπορούν όμως να βαστάξουν τον τόνο στην προπαραλήγουσα, γιατί το η, το ω και το ου είταν τότες διπλόχρονα.
Μου φερνότανε, όπως δε μου φέρθηκε ποτέ από την ημέρα, που βάλαμε το Σβεν ναναπαυτή. Είταν ακόμα αδύνατη και δεν μπορούσε να μιλά πολύ. Μπορούσε όμως νακούη ό,τι της έλεγα. Ήξερε πως ήρθε η άνοιξη και χαιρότανε για τανοιξιάτικα άνθη, που είτανε στο τραπέζι της. — Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε, Γιώργο, είπε. Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε. Πρόφερε τα λόγια αυτά με τον τόνο του πιο μεγάλου πόνου.
— Σαρανταπέντε!! Συ φαίνεσαι πολύ πιο μικρός. Μα είσαι σε αλήθεια σαρανταπέντε; — Είναι από την καλοπέραση. Μάγειρας βλέπεις. Το έλεγε με τον ίδιο τόνο που θα έλεγε άλλος ότι είναι τραπεζίτης. Ύστερα χτύπησε την κοιλιά του. Έμοιαζε με τουλούμι γεμάτο κρασί. Μεγάλο τουλούμι μάλιστα. Όταν τη ξαναχτύπησε, ο Ρένας άκουσεν ένα. — Γκλουκ. Γκλουκ. — Πατριαρχική κοιλιά έχεις.
Μα το Σβεν; Μπορείς να τον φανταστής εσύ μεγάλον; Τι τον θέλεις να κάμη στον κόσμο; Νομίζεις πως είναι γι' άλλο τίποτε παρά για να τον έχουμε μεις; Η γυναίκα μου χαμογέλασε μ' έναν τόνο θλιβερό, που σχημάτισε ψιλές, αλαφρές δίπλες γύρω στα χείλη της. — Το συλλογίστηκα συχνά, είπε.
Πάω μ’ άλλη στο βουνό. . . Αχ πόσο πολύ το ήθελε ! Και πάλι, έναν τόνο πιο ψηλά: Έλα Λιόλια ! έλα Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό ! Και σά-α-άν το θες, μη ντρέ-ε-έπεσαι ! – Και-αι σάν-α-άν το θες, μην ντρέ-ε-έπεσαι ! – Λιόλια-Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Πάμε, πάμε στο βουνό . . . .
Στη μεγάλη πρασινωπή μεταξένια γραβάτα του ένας αμέθυστος έρριχνε κοιμάμενες λάμψεις. Τα γάντια του τα γκρίζα, τα λεπτά, τόσο λεπτά που να φαίνωνται σχεδόν διαφανή, σαν χυτά γύρω σε χαριτωμένα χέρια. Ένα λουλούδι, από τα ορχεοειδή κρεμόταν τσακισμένο στην μπουτονιέρα της ρεδιγκότας του. Κάθισε δίχως ν' ακούση τις συστάσεις και μ' έναν τόνο εξηντλημένο παρακάλεσε την κ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν