Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Και ξέρει μέσα εκεί βαθιά να βρίσκη και να χύνη του πιο υψηλού αγαθού μια ακτίνα ολάστραφτη, γλυκειά μια ακτίνα απ τη γαλήνη του ξάστερου ουρανού. Ευτυχισμένε, αφού οι καλοί θεοί σου έχουν δωρήσει τόσο τρανή χαρά, από την ξέρα ανένοιαστος τριγύρω, σαν τη βρύση τραγούδα στην ερμιά.
Όταν καμμιά συμμαχία για την πόλι εσυμφωνείτο, έλεγαν πως αν δεν γίνη, συμφορά τρανή θα ήτο• κι' όταν εγινόταν πάλι, έπεφταν σε στενοχώρια και 'ς απελπισία μεγάλη• κι' απ' τους ρήτορας κανένας, ή για το 'να ή για τάλλο συμβουλή αν είχε δώση, πάθαινε κακό μεγάλο. Αν 'ς εμένα θα πεισθήτε, έχετε καιρό ακόμη και μπορείτε να σωθήτε.
Νίκη όμως τρανή θα σου χαρίσω τώρα, αφού δεν έχει οχ τη σφαγή πίσω να πας, και μέσα να πάρει και να σου νιαστεί τα όπλα η Αντρομάχη.» Είπε, και το μαβρόσγουρο κουνάει κεφάλι ο Δίας. Και τέριαξε η αρματωσά στου Έχτορα το σώμα, 210 κι' Άρης φονιάς καταλυτής του μπήκε, και τα μέλη γιόμισαν δύναμη αντοχιά.
Αχάριστοι, ταράζετε την ώρα που ο αφέντης σας ζητά ν' αναπαυθή· για σας κοπιάζει τόσα χρόνια τώρα, για να κάμη τη χώρα σας τρανή. Ντροπή, λαέ! τι θέλεις συναγμένος—; Στου παλατιού την έξω πόρτα ορθός έτσι έκραξε ένας στα χρυσά ντυμένος. «Ψωμί, ψωμί», τον έκοψε ο λαός.
Βασιλιά, μη διστάζης να προστάξης, προστάζει με το στόμα σου ο θεός, που σ' έχει εδώ σταλμένο να φυλάξης ό τι έχει μέγα θεμελιώσει αυτός. Το έργο χρόνια που ακλουθάς με κόπο λαμπρότερο στον κόσμο να στηθή, το θρόνο σου να υψώσης και τον τόπο, να κάμης την πατρίδα μας τρανή.»
Και τ' είνε πιο καλλίτερο στον πλούσιο τον άντρα από τη δόξα την τρανή που οι Μούσες του χαρίζουν; Εκείν' η δόξα πάντοτε μένει στους γυιούς του Ατρείδη· ταμέτρητα τα λάφυρα που βρήκαν και που πήραν, όταν το πόδι επάτησαν στου Πρίαμου τα παλάτια, εκείνα τάκρυψεν η γη και δεν ξαναγυρίζουν.
Είπε, τ' αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη, και 'ς το κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110 γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν• «Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει, 'που τούτον τον αχόρταγον 'ς την πόλι να ζητεύη έπαυσες• ότι 'ς την στερηά θε να σταλή με πλοίο 115 'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου». Είπαν, κ' εχάρη 'ς την ευχήν ο θείος Οδυσσέας. ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120 και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε• «Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».
Αυτός εφαίνετο πως θα είχε περισσότερον από εκατόν χρόνους· με όλον τούτο που ήτον τέτοιος, επερπατούσεν ωσάν ένα παλληκάρι· ο οποίος βλέποντάς τες που ήτον κατά την όρεξίν του, τες είπεν χαρούμενος· που πηγαίνετε εσείς ω εύμορφές μου θυγατέρες; πηγαίνομεν, του απεκρίθη η τρανή, εις το Μουσουλπατάν. Ημπορώ χωρίς να σας κακοφανή, ακολούθησεν ο γέρων να λέγη, να σας βοηθήσω εις καμμίαν σας χρείαν;
Πώς, φιλενάδες, στην κυρά μας τούτο δεν θα το ειπούμε με τρανή φωνή, πούχε στον άνδρα όλες της ελπίδες, μα κ' έχει τόσο δύστυχη γενή; Τώρα εκείνη λυώνει από τη συφορά και η χαρά για κείνον θανατείλη. έπεσε εκείνη στα λευκά γεράματα, κι αυτόν θα τον περιφρονούν οι φίλοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν