United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο κυρ-Μανωλάκης ατάραχος, μειδιών πάντοτε υπό τον φαιόν του μύστακα, εξηκολούθει τον κρυφόν κατά των κηρίων πόλεμον, εις τα νύχια πατών, ίνα μη τρίζουν τα υποδήματά του· περιήρχετο δε κατά την διάρκειαν της λειτουργίας τα διάφορα μανουάλια αρπάζων τα κηρία μετ' αφάτου αγαλλιάσεως ως αόρατος του σκότους δαίμων. Και δεν ηρκείτο εις τας κυριακάς μόνον και τας εορτάς.

Η σκούνα τραντάζεται εγείρουσα υπερηφάνως την πρώραν της, λέων, ανατινάσσων βασιλικώς την χαίτην του, τίγρις, τρίζουσα τους οδόντας της, ως να λέγη: — Εδώ είμαι! Βρυχάται το πέλαγος, σφυρίζει η σκούνα, τρίζουν τάρμενα. Οι ναύται ανασκουμπόνονται ολοένα. Η μάχη αρχίζει.

Έπειτα δε εις τας διαθήκας των, αποκλείονται μεν οι φίλοι, επικρατούν δε τα τέκνα και η φύσις, όπως είνε δίκαιον, οι δε κόλακες βλέποντες ότι εγελάσθηκαν, τρίζουν από πείσμα τα δόντια. ΤΕΡΨ. Αυτά είνε αληθινά.

Ήρχετο από την σιαγόνα του νάνου, ο οποίος έσφιγγε τα δόντια του και τα έκαμνε να τρίζουν, με το σάλιο εις το στόμα, παρατηρών με έκφρασιν υπερβολικής λύσσης τας φυσιογνωμίας του βασιλέως και των επτά συντρόφων του, των οποίων τα πρόσωπα εστράφησαν προς αυτόν. — Α! Α! είπεν εις το τέλος ο γελωτοποιός μανιώδης. Α! Α! τώρα αρχίζω να βλέπω ποίοι είναι αυτοί εδώ οι άνθρωποι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Παρά ποτέ να 'πανδρευθώ τον Πάρην, πρόσταξέ με από αυτήν να κρημνισθώ την κορυφήν του πύργου· ή στων κλεφτών να πλανηθώ τα μονοπάτια 'πέ μου· ή πρόσταξέ με να χωθώ όπου φωληάζουν φίδια· μαζή μ' αρκούδαις δέσε με ‘ς την ίδιαν αλυσίδα, ή κλείσε με μεσάνυκταένα κιβούρι μέσα, γεμάτον κόκκαλα νεκρών που τρίζουν και κτυπιούνται, γεμάτον σκέλεθρα χλωμά κι' ολόγυμνα κρανία· ή πρόσταξέ με να χωθώ εις ανοιγμένον μνήμα, και τύλιξέ με στου νεκρού το σάβανον· ειπέ μου πράγμα, που τρόμος μ' έπιανε και να τ’ ακούσω μόνον, κι' αμέσως χωρίς δισταγμόν ή φόβον θα το κάμω, να μείνω ακηλίδωτη γυναίκα του ανδρός μου.

Και είπε: — Θάψατέ τον εις τον κήπον. Άλλος ας φέρη την επιστολήν μου εις τον οίκον μου. Εφάνη εις τον Χίλωνα, ότι οι λόγοι ούτοι ήσαν η εσχάτη απόφασις. Υπό το φοβερόν σφίξιμον του Ούρσου τα οστά του ήρχισαν να τρίζουν, οι οφθαλμοί του ήσαν πλήρεις δακρύων. — Δι' όνομα του Θεού σας, έλεος! εφώναξεν. Είμαι χριστιανός! . . . Ειρήνη υμίν!

Εταίριαξε στους τοίχους ολόγυρα τους σάπικους πάγκους, που του προμήθεψαν οι φτωχοταβέρνες του χωριού, για την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, είπ' ο Βλογιάρης». Επήρε μια πετρούλα κ' εσφίνωσε κάτω από μια παλιοσανίδα του πάλκου, που έχασκε από τις άλλες πάνω στα σαποτρίποδα του κρεβατιού. Εκορδοπάτησε απάνω ο Γιάνης, να δη αν στεριώθηκε καλά. Να μην πατούν τώνα τάλλο τα σανίδια και τρίζουν.

Απηύδησα περιμένων. Η κεφαλή μου αλγεί, βομβούν τα ώτα μου, οι οφθαλμοί μου καίουν, αισθάνομαι ότι δεν δύναμαι πλέον επί πολύ να κυβερνώ τον νουν μου. Ελπίζω όμως, ελπίζω ότι προσεγγίζει η καταστροφή. Αι σανίδες του εξώστου τρίζουν και κλονίζονται επί μάλλον και μάλλον. Ο ουρανός είνε σήμερον ζοφερός, ο άνεμος γίνεται σφοδρότερος, καθ' όσον ο ήλιος καταβαίνει προς την δύσιν του.

Να μη φέγγη και ποτές! Οι κακούργοι! Με γέλασαν κι όλο με γελούν. Κόκκινο μελάνι, κόκκινο ζήτησα να μου φέρουν, κι αφτό είναι μάβρο σαν το αίμα. Τι να σπάσω, να ξεθυμάνω; Τρίζουν τα δόντια μου, φωνάζω, και δεν έρχεται κανείς και κανείς δε μιλεί. Λέξη δεν ακούω. ................................................................. Αγριέβουμαι. Δε σφαλνώ μάτι. Κι ο τοίχος πάντα μπροστά.