Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! 85 μας εξυβρίζεις, όνειδοςεμάς να ρίξης θέλεις. και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες, αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφήτους δόλους• ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση, απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. 90όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει με τα μηνύματα• και νους καθ' άλλο μελετάει. και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε• πανί μεγάλον έστησετα μέγαρα να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε• ω νέοι 95 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμο μη μου βιάζετε• σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 100 των Αχαιίδων μη καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινετην λάμψιν των λαμπάδων. 105 έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους τους Αχαιούς• τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της. κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. 110 και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες, συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη•τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση• και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, 115 με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της, μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη, είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— 120 οπού καμμιά δεν ώμοιασετο νου της Πηνελόπης,— όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει• ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν, όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη της βάζουν οι αθάνατοι•τον εαυτόν της φήμην 125 μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον• ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση».

αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 390 «Αχ! από μιας είν' άπιστητα στήθη σου η καρδία• εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω. ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε• και μάρτυρες ας ήναι οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου.

Πάντες οι κριτικοί εθαύμασαν την επινόησιν του Ομήρου, όστις αντί να περιγράψη ο ίδιος τα κάλλος της Ελένης, εξεικόνισεν αυτό εμμέσως διά του νεανικού πόθου, ον η θέα της γυναικός ανήψεν εις τα στήθη των γερόντων της Τρωάδος. Αλλ' ουδ' η ομηρική αύτη καλλονή ελλείπει από των θαυμασίων τούτων στροφών.

Εκείνος λαλεί· λαλεί και τους χύνει στα στήθη καημούς γνώριμους μα ξεχασμένους· χαρές αφάνταστες, πόνους και τρόπους κοιμισμένους, ρυθμούς αμολόγητους. Άξαφνα η ψυχή τους ξυπνάει ποθοπλάνταχτη σαν την κοιμάμενη βασιλοπούλα. Τα ξυλένια εργόχερα γίνονται ζηλευτά στολίδια στα μάτια τους. Τα κεντίδια τους αναδεύουν, μιλούνε, δένουν σα μάγια την ψυχή τους.

Η θλίψη τώρα είχε φύγει από το νεκρικό θάλαμο σαν πουλάκι φοβισμένο. Το αίσθημα υποχώρησε στα λόγια. Δεν ηύρε θέση να τρυπώση παρά στα στήθη της Ελπίδας και τον Δημητράκη. Οι ξένοι μ' ένα στεναγμό έβγαλαν και το βάρος από πάνω τους. Σήκωσαν το κεφάλι, κύτταξαν προσεχτικά το ρήτορα και τα πρόσωπά τους δείχνονταν γαληνεμένα σα να μην έγινε τίποτα. Δεν ήταν όμως έτσι και τα δυο παιδιά.

Θα εννοήσης, ότι η ευωδία του άνθους και του φυτού, απετέλεσαν το μαγικόν φίλτρον, το οποίον επανέδωκεν εις τον Φαύστον την νεότητα και την καλλονήν, το οποίον χυνόμενον κατά σταγόνας εις τα νεκρά της φύσεως στήθη, επαναφέρει τους διαλείποντας παλμούς της, και φυγαδεύον τον τελευταίον στεναγμόν του παγετώδους Βορρά, με την χλιαράν και μυροβόλον των Ζεφύρων πνοήν περιλούει ηδέως.

Το γένος έπειτα των πτηνών παρήχθη διά μεταμορφώσεως, γεννών πτερά αντί τριχών, από άνδρας ακάκους αλλά κούφους, και οίτινες ομιλούσι περί των ουρανίων πιστεύοντες διά την μω- Ε. | ρίαν των ότι διά της όψεως ευρίσκουσι τας βεβαιοτάτας απο- δείξεις περί τούτων . Το δε χερσαίον και άγριον γένος εγεννήθη εξ εκείνων, οίτινες δεν ασχολούνται εις την φιλοσοφίαν και δεν εξετάζουσι τίποτε περί της φύσεως του ουρανού, διότι δεν μετα- χειρίζονται τους κύκλους της κεφαλής, αλλά ακολουθούσιν ως οδηγούς μόνον τα μέρη της ψυχής, τα οποία είναι εις τα στήθη.

Άπλωσε το μικρό του χέρι και με χάδεψε και παρατήρησα πόσο αδυνάτησε και λίγνεψε. Ενώ έστεκα εκεί σκυμένος απάνω στο παιδί, εννόησα πως όλα αυτά είτανε πραγματικότατα και πως το παιδί μου ζούσε ακόμα. Κρατούσα το χέρι του στα μάτια μου κ' αιστάνθηκα να φεύγη το βάρος από τα στήθη μου κ' η άχνα από τα μάτια μου.

Εμάζευον τους βραχίονας και συνεσφίγγοντο ως διά σιδηρών ζωνών μέχρις αποπνιγμού. Τα μακρά υπόκυρτα κοντάκια των ασημοπιστολών, αι κοκκάλιναι λαβαί των μαχαιρών κ' αι σφαιροειδείς των χαρμπίων, ανορθωμέναι επί των σελαχίων κατέτρωγον και ηπείλουν να τρυπήσουν τα στήθη των.

Πολύ περισσότεραι πεύκαι και ακακίαι παρά κυπάρισσοι και ιτέαι και κατά γης χαμόμηλα, αγκάθια και ανεμώναι. Η εντύπωσις αγρού είνε τοιαύτη, ώστε εις γωνίαν τινά, όπου είχαν γίνη ανασκαφαί, εξέλαβα μακρόθεν ως πεπόνια δύο η τρία λευκάζοντα μεταξύ του χόρτου κρανία. Ουδέ πιέζουσι βαρείαι πλάκες τα στήθη των νεκρών.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν