Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Ο Scott, ο εκδότης του &Λονδινείου Περιοδικού&, έκπληκτος για την ιδιοφυία του νέου, είτε υπό την επίδραση της παράξενης γοητείας, που εξασκούσε σ' όποιον έκανε τη γνωριμία του, τον εκάλεσε να γράψη σειράν άρθρων επάνω σε καλλιτεχνίας ζητήματα και με διάφορα φανταστικά ψευδώνυμα άρχισε εκείνος να συνεισφέρη στη φιλολογία της εποχής του.
Τόνομα του Μπούμα έπεσε σαν αστροπελέκι μες στη σιγαλιά του κοιμισμένου γιαλού. Οι βιολιτζήδες κιτρίνισαν. Η φωνή τους εκόλλησε στο λαρύγγι. Ανασηκώθηκαν ξαφνιασμένοι σαν να περνούσαν μπροστά τους τα Άγια Μυστήρια. — Ο Μπούμας! μουρμούρισαν κυττάζοντας ο ένας τον άλλον.
Η φθισική τραβούσε κοντά της το παιδί, για να ικανοποιήση τη μοχθηρή μανία της αρρώστειας της και συνάμα να εκδικηθή για τις προσβολές που της είχε κάμει η μάνα του. Και σχεδόν δεν έμεινε πεια αμφιβολία στη μητέρα μου, ότι η χτικιάρα μούδωκε το θανατηφόρο μόλυσμα. Μήπως ο μάγος δεν την είδε να στέκεται κοντά στη μοίρα του παιδιού; Και μήπως το βράδυ παρρώστησε το παιδί της δεν είχε πάει εκεί;
Δεν ήταν μέρα χωρίς συφορά και νύχτα χωρίς εφιάλτη. Μα σαν τόνειρο το σημερινό να πάη και να μην έρθη. Είδε, λέει, τον εαυτό του στη θέση του προπάππου του, του Οσμάν. Είχε τα νιάτα και την κορμοστασιά του, την αδάμαστη τόλμη και το πλατύ όνειρό του. Κ' ήταν ερωτεμένος, δυνατά ερωτεμένος με τη γλυκεία τη Μαλχατούν. Κοιμώτανε πλάι στον Εδεβαλή, τον πατέρα της ποθητής του.
Μα αν πες εδώ στη χώρα ομπρός με τ' όπλο τον προσμείνω; Τι έχει μαθές και σάρκα αφτός που την τρυπάει κοντάρι, θνητό τον λένε, μια ψυχή έχει κι' αφτός στα στήθια.» 569 Είπε, και στέκει μαζεφτός ναν τον προσμείνει, κι' είχε 571 μέσα η καρδιά του απόφαση γερά να πολεμήσει.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Την Αφροδίτη έπιασες, δυστυχισμένη, πάλι; Λαμπρά θα τα κατάφερνες και στη Βουλή απάνω, το ίδιο αν σου ξέφευγε. Α’ ΓΥΝΗ Μπα, δεν το ξανακάνω, ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Το νου σου, και φορές πολλές μη συνηθίσης να το λες.
— Και ει τι αν είπωμεν θλιβόμενοι, μη αγανακτήσοι το κράτος σου.. . Κατόπι ξαναπαίρνουνε φωτιά και ξεφωνούνε πιο ξέθαρρα. Κι ακούγοντας καινούριες φοβέρες έρχουνται σε τόσο ερεθισμό, που μήτε την αυτοκρατορική παρουσία πια δε σεβάστηκαν, παρά φώναζαν — Επαρθήτω το χρώμα τούτο... Άνες το φονεύεσθαι, και άφες κολαζόμεθα. Εδώ βγαίνουνε στη μέση κ' οι Κυανοί, και φωνάζουν προς τους Πράσινους
Όπου πατούν τα πόδια της τα λούλουδα ανασαίνουν, Κ' εκείνοι οι μοσχοανασασμοί μυρώνουνε τ' αγέρια, Όπου πετούν ανάλαφρα και την φιλούν 'ςτό στόμα. Όπου περνά, γλυκά-γλυκά την χαιρετά τ' αηδόνι Κρυμμένο μέσα 'ςτά κλαδιά, την χαιρετά τ' αυλάκι, Την χαιρετά ο πιστικός 'ςτή λυγερή φλογέρα, Την χαιρετά κι' όποιος πονεί και ξαγρυπνά για αγάπη. — Πάρετε, απόσκια, πάρετε, να πάψη το 'λιοπύρι.
Και ποιος τον ξεπερνούσε τον Πανάγο στην αρχοντιά και στη λεβεντιά; Καμώνουνταν τον κουτό ο γνωστικός ο Πανάγος, είνε αλήθεια. Μα δεν μπορούσε και να μην τα βλέπη, να μην τα νοιώθη. Κ' έτσι ήρθε ώρα και πλημμύρισαν την καρδιά του, και ξεχείλισαν, κ' έπνιξαν το λογισμό του οι μελετημένες εκείνες οι μαριολιές της.
Κι ως τόσο το βλογημένο του το εμπόριο του ξανάφερε πάλε κάποια ζωή, και μετά δέκα περίπου χρόνια το βλέπουμε πάλι κ' υπάρχει, και πολεμάει μάλιστα τους Γότθους που κατεβήκανε στον καιρό του δεύτερου του Κλαυδίου. Αργότερα, στου Διοκλητιανού τις μέρες, το βρίσκουμε ακόμα πιο πλουσιώτερο το Βυζάντιο, αφού δα είχε τώρα και την «Αυλή» δίπλα του στη Νικομήδεια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν