United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε δ' ευρίσκετο εις τον τρίτον και τελευταίον ύπνον, τον αφύπνισεν αποτόμως ο θόρυβος της συμπλοκής. Ο Πρωτόγυφτος ηγέρθη, έτριψε τους οφθαλμούς, επλησίασεν εις την θύραν και διασκελίσας τους δύο παλαίοντας, οίτινες έκειντο ο έτερος επί του ετέρου αποφράττοντες την είσοδον, εξήλθεν. Είδε τότε ορθίαν ενώπιον αυτού την Αϊμάν. Την ανεγνώρισε δε σχεδόν εξ ορμεμφύτου.

Όπως διατάττει ο άρχων, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Αύτη κοιμάται; — Και αν κοιμάται, εξυπνά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Σκληρόν, είπε στρυφνώς ο πρώτος των ξένων, όστις εφαίνετο αρχηγός αυτών. Ουδείς απήντησε προς την παρατήρησιν ταύτην. — Θα την εξυπνίσης; είπεν ο δεύτερος. — Θα την εξυπνίσω, είπεν ο Γύφτος. — Είνε εύκολον; — Είνε. Έχετε τους ημιόνους; — Έχομεν. — Έχετε και όλα τα μέσα; — Έχομεν.

Ο Γύφτος εστάθη έμπροσθεν της θύρας. — Πίσω, της είπε. Μη τα κάμνης αυτά τα χωρατά. — Χωρατά; είπε μετά πικρίας η νεάνις. Και ήρχισε να κλαίη. Τότε ο Πρωτόγυφτος συνεκινήθη, και ικέτευεν αυτήν μειλιχίω τω τρόπω·Μείνε, κορίτσι μου. Εγώ ορκίζομαι ότι δεν θα πάθης κανένα κακό. Δεν σ' έφερα διά κακό εδώ. Πού θα πας νύχτα μονάχη σου; Απόψε θα μείνωμε οι δυο μας εδώ.

Τώρα πλέον θα πάμε 'στό σπήτι μας, Αϊμά.. .. χμ..· θα ζήσωμεν ήσυχα από 'δώ κ' εμπρός. Κανένας δεν θα μας πειράξη. Πέρασες καλά αυταίς ταις ημέραις; Η Αϊμά δεν απήντησε. — Ο Βούγκος και ο Μάχτος, επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος, είνε καλά, έμαθα, τα δύο μας παιδιά. Να δουλεύουν τάχα το αργαστήρι, ή μη το παράτησαν; Εκείνη η στρίγλα η μάννα τους τα φταίγει όλα.

Ώθησε δε τον Βούγκον προς την θύραν και εβίασε αυτόν να εξέλθη, μηδέν εννοούντα. Αφού εξήλθε και ούτος, έσπευσεν ο Πρωτόγυφτος ν' αποσπάση μίαν πλίνθον εκ της καμίνου, ης το μυστικόν ήτο εις αυτόν μόνον γνωστόν, και έκρυψεν εκεί τα αστράπτοντα φλωρία. Είτα έλαβε την φιάλην του οίνου μετά του ποτηρίου και εξήλθε.

Ηγνόει το φονικόν τέλος της νυκτερινής εκείνης πάλης μεταξύ του Σκούντα του άρπαγος και του Τρέκλα του υβρισθέντος συζύγου. Ο Πρωτόγυφτος είχεν απομακρύνει ταύτην ως τάχιστα εκ της σκηνής εκείνης αδρανώς έχουσαν και μήτε να σκεφθή μήτε ν' αντισταθή δυναμένην.

Όσον δι' απόψε έχεις το δωδεκάωρον δικαίωμα και το νυκτερινόν άσυλον, το οποίον σοι χορηγεί ο νόμος, διά να κρυφθής ή να φύγης, αν προλάβης. Ο Πρωτόγυφτος κατελήφθη υπό αληθούς τρόμου ακούσας τας τελευταίας ταύτας λέξεις. Εγονυπέτησε δε αυτομάτως, και εξαγαγών βαλάντιόν τι εκ του κόλπου του, είπε·Τζάνουμ μη με φυλακώνης, αφέντη. Να και τα φλωριά οπού πήρα, τα παραδίδω εις την εξουσίαν.

Εκείνος όμως δεν έχει άλλον σκοπόν παρά την δόξαν. — Ειπέ μου καλά να καταλάβω τι θα πη δόξα. — Δόξα θα πη, να έχουν να κάμουν όλοι δι' όνομά σου, κ' εκείνοι που σε γνωρίζουν κ' εκείνοι που δεν σε γνωρίζουν, και άμα σε βλέπουν να λέγουν: &Να, ο Πρωτόγυφτος!& Δόξα θα πη να σε ξέρουν και όσοι δεν σε είδαν, και όσοι είνε μακράν, εις άλλον τόπον.

Την αυτήν εσπέραν ο Πρωτόγυφτος και ο συνοδοιπόρος του επανήλθον εκ της εκδρομής των. Η Γύφτισσα ετόλμησε να ερωτήση τον σύζυγόν της πού είχε μεταβή και διατί δεν ανήγγειλε προς αυτήν ουδέν περί της απουσίας του. Ο Πρωτόγυφτος ήρπασε την πρώτην πυράγραν, ην εύρε προχειροτέραν, και τη κατέφερε πληγάς. Ο Βούγκος σπεύσας εκράτησε την χείρα του πατρός του. — Διατί την δέρνεις, πατέρα; είπε.

Όσον διά τον ξένον, ούτος δεν έπαυε τας εκτενείς συνδιαλέξεις με τον Πρωτόγυφτον. Ο Μάχτος ενθυμείτο τον όρκον, ον είχεν ομόσει όπως ανακαλύψη το σχέδιον του ξένου, αν είχε τοιούτον ως προς την Αϊμάν, αλλ' η ατολμία αυτού ήτο πρόσκομμα. Νύκτα τινά μετά το δείπνον ο Πρωτόγυφτος και ο ξένος εξήλθον κατά το σύνηθες. Σημεία τινα είχον επισπάσει την προσοχήν του Μάχτου.