United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέχρις ου οι άλλοι προλάβωσι να την καταδιώξωσιν, η Αϊμά, πατούσα με πόδας σεισουρίδος, έγεινεν άφαντος. Τότε ο Πρωτόγυφτος ενόησε μόλις την φυγήν αυτής, και έρρηξε την αγρίαν εκείνην κραυγήν·Σηκώσου, Βούγκο! Τρέξετε, παιδιά. Αλλ' ο Μάχτος τον εκράτει σφιγκτώς. Αγών συνήφθη μεταξύ πατρός και υιού. Η πάλη διήρκεσεν επί πολύ. Ο Γύφτος είλκυε τον Μάχτον ολονέν προς την θύραν.

Λοιπόν, ο άρχων επιθυμεί;... Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο ότι είχε μεταξύ του λάρυγγος και της γλώσσης του φραγμόν τινα, και δεν ηδύνατο να εξέλθη η λέξις. Ο άρχων τον ώκτειρε, και δεν επέμεινεν. — Ας είνε, είπε, σε απαλλάττω του κόπου. Αλλ' όμως είνε αληθές ότι έφερες δυσκολίας. — Δυσκολίας; επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος. — Και πολλάς δυσκολίας. Αλλά διατί, σε παρακαλώ; Ο Γύφτος εσίγα.

Μήπως σου θέλω εγώ κακόν; Διατί δεν έχεις εμπιστοσύνην εις εμέ; — Εγώ; το ενάντιο, είπεν ο Γύφτος. — Και όμως δεν έχεις εμπιστοσύνην. — Ο Θεός να μη το δώση! — Διατί τότε δεν θέλεις ν' αποφασίσης; — Ξεύρω κ' εγώ; είπεν ο Πρωτόγυφτος, αρχίσας να εκφράζη τους δισταγμούς, ους υπηνίττετο ο άρχων. — Διατί να μη θέλης να κάμης με το καλόν έν πράγμα, ενώ εγώ δύναμαι άλλως να σε βιάσω να το κάμης;

Την επιούσαν ο ξένος δεν ήλθεν εις την καλύβην. Ο δε Πρωτόγυφτος ήτο όλην την ημέραν σκυθρωπός. Ψυχρότης επήλθεν, ως φαίνεται, μεταξύ των δύο ηγαπημένων φίλων, μετά την τελευταίαν συνδιάλεξιν. Αλλ' ο ξένος δεν εμνησικάκει ευκόλως, και δεν έμελλε να είνε απών επί πολύν χρόνον. Την μεθεπομένην, άμα τη ανατολή του ηλίου, ο ξένος ηυχήθη την καλήν ημέραν εις τον Πρωτόγυφτον.

Θα υπάγωμεν μίαν ημέραν εκεί, θα σε συστήσω εις τον κύριόν μου, και ποιος ξεύρει;... Ειμπορεί να βγη σε καλό. — Εμείς οι παραμικροί, οι εργατικοί, είπε πανούργως ο Πρωτόγυφτος, δεν έχομεν να κάμωμεν τίποτα με τους άρχοντας και τους μεγάλους. Ο ξένος ησθάνθη ως νύγμα τον λόγον τούτον του γηραιού Γύφτου και έμεινε σιγών επί τινας στιγμάς. Είτα επανέλαβε·

Ηδύνατο δε λίαν επωφελώς, ως επίστευε, να αναγγέλλη τούτο εις τους περί τον Πλήθωνα, αν και ουδεμίαν παραγγελίαν είχε λάβει προς τούτο. Την ημέραν ο Πρωτόγυφτος ουδαμού εφαίνετο. Πιθανώς έμενε κεκρυμμένος έν τινι τρώγλη. Την δε νύκτα ανέβαινεν εις την επιφάνειαν και περιήρχετο ως πενθούσα σκιά περί τα τείχη του μοναστηρίου. Εις μάτην περιέμενε τον Βούγκον να έλθη να τον εύρη.

Ο Πρωτόγυφτος έγεινε πράγματι άφαντος και ουδέν πλέον ηκούσθη περί αυτού. Όσον διά τον Βούγκον, ούτος εργαζόμενος φιλοπόνως εγηροτρόφησε την πτωχήν Γύφτισσαν, μέχρις ότου οι δύο αυτής κρεμαστοί οδόντες έπεσον, και δεν ηδύνατο πλέον να μασσήση. Τότε δε παθούσα εξ ατροφίας μετέβη εις ανεύρεσιν των δύο κοπτήρων της.

Διά το τίποτε; αντήχησεν ο λάρυγξ του Γύφτου. — Με μικράς υπηρεσίας και εκδουλεύσεις. — Τι εκδουλεύσεις; ηρώτησε μετά μεγίστης περιεργείας ο Πρωτόγυφτος. — Εκδουλεύσεις φιλικάς. Και όχι δυσκόλους. Ο κύριός μου ο ταλαίπωρος έχει καϋμόν, διότι ο κόσμος ο μικρός δεν του θέλει το καλόν του. Είνε αληθές ότι οι μεγάλοι είνε όλοι φίλοι του.

Οι τρεις Γύφτοι είχον κατακλιθή ήδη, ομοίως και η γραία και η Αϊμά. Αίφνης κρότος ηκούσθη εις την θύραν της καλύβης. Ο Πρωτόγυφτος δεν είχεν αποκοιμηθή και ηγέρθη μετά μεγίστης προθυμίας. Έσπευσε ν' ανοίξη την θύραν. — Ποίος είνε, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος. Ο Γέρος δεν απήντησε και ήνοιξε την θύραν χωρίς ν' ανησυχήση. Ουδ' ερώτησίν τινα απηύθυνε προς τον κρούοντα.

Ησθάνετο ήδη ανησυχίαν προς πάσαν εμφάνισιν ανθρώπου. Εφαντάζετο ότι ηδύνατο να είνε είς των διωκτών της, περί ων είχεν ειπεί η άγνωστος. Έμελλε δε ταχέως να λάβη αφορμήν, όπως αποδεχθή μετά μείζονος δεισιδαιμονίας την ορθότητα των προρρήσεων. Τούτο συνέβη εσπέραν τινά, ολίγας ημέρας μετά την οπτασίαν. Ο γέρων Πρωτόγυφτος είχεν επανέλθει αρτίως εκ της εκδρομής και εκάθητο έξωθεν της καλύβης.