Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Ο Πρωτόγυφτος, όστις είχε γείνει άφαντος από πολλών ημερών, δεν έμελλεν επί μακρόν χρόνον να μείνη αόρατος. Την νύκτα εκείνην και τας προλαβούσας είχε φιλοξενηθή παρά του Τρέκλα, και ευρέθη επικαίρως παρών όπως οδηγήση και προστατεύση την Αϊμάν.

Βέβαια, βέβαια, είπεν ο Πρωτόγυφτος, μη ελθών από πολλού χρόνου εις τοιαύτην εύθυμον διάθεσιν. — Και μάλιστα εις τους καλούς τεχνίτας, προσέθηκεν ο ξένος. — Σωστά. — Έχεις πολλήν υπόληψιν εις την τέχνην, είπεν ο ξένος. Αλήθεια ότι σε ονομάζουν όλοι Πρωτόγυφτον; — Αλήθεια. — Και δικαίως, φρονώ. — Κ' εγώ αυτό λέγω. Ο ξένος εσηκώθη και ητοιμάζετο ίνα απέλθη.

Και αν αναπαύεται χωρίς να την αφήση; είπε φαιδρώς ο Πρωτόγυφτος. — Είσαι λοιπόν αναπαυμένος; — Τι θέλεις να σου πω; Δεν φθάνει ο νους μου μακρύτερα. — Αυτό που σου είπα εγώ, επανέλαβεν ο ξένος, δεν θα είνε διά ν' αφήσης την τέχνη σου. Θα είνε διά να γείνη κάτι καλόν διά σε, καθώς πιστεύω. Ο Γύφτος εσίγησεν. Ο ξένος επανέλαβε·

Τόσο καλλίτερα, είπεν ο Γύφτος μη εννοών τι έλεγε. — Βλέπω, σου αρέσει, είπεν ειρωνικώς ο ξένος. Αληθώς, αφού εξέκαμες απ' αυτήν πλέον, θα ευχαριστηθής ν' απαλλαχθής πάσης ευθύνης εις το μέλλον. — Γκρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος. — Αλλ' ησύχασε, εγώ δεν το κάμνω αυτό διά το καλόν σου. Σκοπεύω να σε φυλακίσω αύριον.

Εκτός εις το χειρότερο, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. Γρ... — Και δουλεύεις μόνος σου; — Έχω τον Βούγκον και τον Μάχτον. — Ποίοι είν' αυτοί; — Είνε οι γυιοί μου. — Και πού ευρίσκονται; — Μέσα, είπε, δείξας την καλύβην. — Και κατοικείτε πάντοτε εδώ; — Ναι. — Είνε πολλά χρόνια; — Είνε καθώς εγεννήθηκα. Γκμρ... Ο ξένος, ενώ ελάλει, έρριπτε συνάμα λαθραία βλέμματα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο η Αϊμά.

Την επαύριον της ημέρας, καθ' ην είχον συμβή τα εν τω προτελευταίω κεφαλαίω περιγραφέντα, επανήλθεν ο Πρωτόγυφτος εις το χαλκείον μόνος και πεζός· εφαίνετο απησχολημένος υπό σταθερού τίνος λογισμού, και η τραχεία μορφή του εξέφραζε πολύν κάματον και στενοχωρίαν. Και όμως δεν είχεν αναγνώσει την επιστολήν εκείνην του Βησσαρίωνος προς τον Πλήθωνα.

Ηδυνήθη δε ν' ακούση τινά εκ της συνδιαλέξεως. — Ώστε είνε μαγεία χωρίς άλλο; έλεγεν ο Πρωτόγυφτος. — Δεν είνε μαγεία, φίλε μου, είνε κάθε άλλο πράγμα. Μην πιστεύης και συ αυτάς τας ανοησίας. — Τι πράγμα είνε, ειπέ μου. Εγώ, ξέρεις, καλά καλά δεν τα στοχάζομαι. — Ο κύριός μου πιστεύει ότι ανεκάλυψε νέον Θεόν. Φαίνεται ότι ο παλαιός εγήρασε πολύ. — Νέον Θεόν; είπεν ο Γύφτος.

Ειμπορεί να του αρέση να μη κοιμάται, είπε τρίτος τις. — Δεν θέλομεν θορύβους, είπεν ο πρώτος των ανδρών. — Τι είνε, πατέρα; τι τρέχει; ηρώτησεν η φωνή του Μάχτου. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησε. — Ιδού σ' ερωτά, είπεν είς των ξένων. — Ο υιός σου είνε; ηρώτησεν άλλος. — Θα βλέπη όνειρα, παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος. — Λοιπόν τότε; είπεν ο πρώτος ομιλήσας, όστις εφαίνετο σοβαρώτερος πάντων.

Τι με θέλεις, πατέρα; εψέλλισεν η Αϊμά. — Είσαι διά ταξείδι, είπεν ο Γύφτος. — Διά ταξείδι; επανέλαβεν ο Μάχτος απορηματικώς. — Θα υπάγης μαζύ με τους φίλους μου εκεί, είπεν αυθαδώς ο Πρωτόγυφτος, δείξας την θύραν. — Διά πού, πατέρα; ηρώτησεν ενεός ο Μάχτος. — Δεν είνε δουλειά σου, εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Σύρε να πλαγιάσης. Γμρου!

Ποιος σου το είπε; Ο Πρωτόγυφτος ηδύνατο εκ του διαλόγου τούτου να λάβη αφορμήν, όπως την ερωτήση πώς ευρέθη εκεί, και πώς κατώρθωσε να εξέλθη εκ του Μοναστηρίου, ακολουθήσασα τον άνθρωπον εκείνον. Αλλ' όμως δεν έπραξε τούτο. Ίσως επεθύμει ν' αποφύγη πάσαν αφορμήν προς εξήγησιν. Η Αϊμά τον ηρώτησε·Και ποιος ήτον; — Δεν τον γνωρίζω. Ο Γύφτος έλεγε την άλήθειαν.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν