United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλα! σιωπή εσείς και ησυχία! εξηκολούθησεν αποτεινόμενος προς τα παιδία, άτινα εξηκολούθουν ορχούμενα και μετά το πέρας του μέλους, ως θάλασσα σαλευομένη και μετά του ανέμου την πτώσιν. Και εβάδισε προς την θύραν. Καθ' ον χρόνον ηυθύμουν και διεσκέδαζον οι κάτοικοι της πτωχής καλύβης, έπληττον και εχασμώντο του πλουσίου οίκου οι κύριοι.

Ο Ιωάννης Τριφίλης, υιός πλουσίου εμπόρου, και γνώριμος, σχεδόν φίλος του Μιμίκου, ον η αδελφή του παρίστα ως τον κατ' εξοχήν ευνοούμενον εκ της πλειάδος των δορυφόρων της Μαρίας, δεν επτόει ούτε απεθάρρυνε τον ποιητήν.

Διότι ποίος θα ετόλμα να επιβουλευθή την ζωήν του πλουσίου όταν γνωρίζη ότι προ αυτού τρώγει και πίνει ο παράσιτος; Ώστε ο πλούσιος όχι μόνον τιμάται υπό του παρασίτου, αλλά και σώζεται από τους μεγαλειτέρους κινδύνους.

'Στον τόπο του κοινού Καθαρτηρίου εμάλλωναν με πείσμα μια ημέρα μία ψυχή πτωχού και μια πλουσίου κι' ο κόσμος εχαλούσε εκεί πέρα. Και είπε η πτωχή εις την πλουσία: «Παράδεισο ποτέ σου μην ελπίσης, κι' αν έως την δευτέρα παρουσία εδώ 'στο Πουργατόριο σαπίσης,

Γαβριήλ ο Γκάγκας θείος της και μητροπολίτης εν Λαρίσση μαθών ότι η τίγρις της Ηπείρου εσκόπει την διαφθοράν αυτής παρθένου εισέτι ούσης, συνέζευξεν αυτήν μετά Δημητρίου τινός πλουσίου εμπόρου. Δύο τέκνα άρρενα ήσαν ο καρπός του γάμου τούτου, ότε ο Δημήτριος χάριν εμπορίου μετέβη εις Βενετίαν.

Άσ' τα! μη τα μαλόνης! απήντα ο κυρ Δημήτρης, και αναλαμβάνων εις τας αγκάλας του τα δύο δίδυμα μικρά του, εκάθητο κεκμηκώς επί του σάγματος του όνου και εσπόγγιζε τον αδρόν του μετώπου του ιδρώτα διά της ποδιάς των τέκνων του. Τοιούτων φαιδρών σκηνών πολλάκις εγίνοντο από του εξώστου των θεαταί ο Κύριος Μαρής και η Κυρία Μαρή, του πλουσίου οίκου οι άπαιδες άρχοντες.

Τα χωριά ερήμαξαν· οι κάτοικοι εσφιχτομανταλώθηκαν μέσα· τα ζωντανά δεν έτρωγαν το χόρτο τους· Τ' αγρίμια περίφοβα εκλείσθηκαν στις μονιές τους· άδειασαν τα βουκολιά και τα βαλμαδιά· και τα γιδοπρόβατα του Σαρίγκαλου, του πλούσιου αρχιτσέλιγκα του Καβομαλιά εσυνεπήραν τα μαντριά κ' εγκρεμοτσακίσθηκαν στη θάλασσα. Ο γέροντας επήγε να σκάση από τον θυμό του.

ΣΥΜΠΟΣΙΟ Σε συμπόσιο, όπου γιορτάζεται η νίκη του πλουσίου δραματικού ποιητού Αγάθωνος, οι συνδαιτυμόνες αποφασίζουν να εγκωμιάσουν, κάθε ένας χωριστά τον έρωτα. Τελευταίος μιλεί ο Σωκράτης για να ορίση ότι ο έρωτας, όπως τον εννοούν όλοι, είναι η επιθυμία του ανθρώπου για την ομορφιά.

Καλά-καλά δεν την εβεβαίωνε ταύτην την οπτασίαν, αλλά το να αποκτά κατ' έτος και από έν παιδίον, τούτο βεβαίως δεν ήτο πλουσίου ριζικόν, εσκέπετο ο Μιστόκλης.

τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι 'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώτα ξένα• και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση, τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. 270 εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα• θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμουεμένα η νύκτα, την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας. και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος• ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. 275 οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη, βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα• όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». 280