United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α! μπρος της θ' ανοίξω όλη μου την καρδιά: Τη μητέρα σου, το ομοίωμά σου». Κατά τις ένδεκα ερώτησε ο Βέρθερος τον υπηρέτη του, μήπως επέστρεψεν ο Αλβέρτος. Ο υπηρέτης είπε «ναι»· είδε το άλογό του να το ξαναφέρνουν κει πέρα. Έπειτα του έδωκε ο κύριός του ένα ανοικτό γραμματάκι που έγραφε: «Θα έχετε την καλωσύνη 'να με δανείσετε τα πιστόλια σας για ένα ταξείδι που σκοπεύω να κάμω; Υγιαίνετε

Ο Τρύφος ο λεβέντης, του Ρουπακιά ο γιος, τ' αξιώτερο παληκάρι του χωριού και το καλήτερο νοικοκυρόπουλο, βγήκε φυγόδικος από τα πέρσυ τη Λαμπρή. Απάνω στο χορό οι παρέες ενοχλήθηκαν για τα νταβούλια. Επιάστηκαν στα χέρια τα παληκάρια μανιωμένα. Έπαιξαν τα καλαματιανά μαχαίρια στον αέρα ξεμανίκωτα. Εξάστραψαν ψηλά αναρίθμητα πιστόλια στο σωρό. Μαλλιά-κουβάρια έγιναν.

Έλαβα έν απ' αυτά, και εκείνος εξακολουθούσε: Αφ' ότου η επιμέλειά μου σ' αυτά μου την κατάφερε τόσον άσχημα, δεν θέλω πλέον να έχω σχέσιν με τέτοια πράγματα. — Ήμουν περίεργος να μάθω την ιστορίαν. — Έμεινα, διηγήθηκε, επί τρεις περίπου μήνας εις την εξοχήν εις ένα φίλον, είχα ένα ζευγάρι πιστόλια αγέμιστα, και εκοιμώμην ήσυχος.

Δε θα με λυπηθή και κανένας; Γίνεται να πεθάνω, που έχω τόσα να κάμω, που έχω τόσα στο νου μου; Όχι! τέτοιο άδικο πράμα δε γίνεται! Σηκώνουμαι και παλαίβω και σκοτώνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης! Έχω δύναμη ακόμη. Νοιώθω πως έχω. Θα σηκωθώ. Να πεθάνη αφτός, μια πιστολιά και σώνει, να ησυχάσουμε όλοι. Να μπουν όλα σε τάξη. Αχ! να μπορούσα μόνο να κουνήσω το πόδι! Ή να σκοτωθώ, να τελειώση;

Επήγα διά να τον αποχαιρετήσω· γιατί μου ήλθεν η όρεξη να κάμω ένα γύρον έφιππος εις τα βουνά, αφ' ότου τώρα και σου γράφω· και καθώς πηγαινοέρχομαι εις το δωμάτιον, μου πίπτουν εις τα μάτια τα πιστόλιά του. — Δάνεισέ μου τα πιστόλια, είπα, για το ταξείδι μου. — Ευχαρίστως, είπεν, αν θέλης να λάβης τον κόπον να τα γεμίσης· εγώ τα έχω κρεμασμένα μόνον διά τον τύπον.

Διότι δεν μου φαίνεται πολύ λογικόν να θεωρήται προσβολή έν ράπισμα διδόμενον καθ' οδόν και να μη θεωρήται αδίκημα μία πιστολιά διδομένη επί του πεδίου της μονομαχίας. Εις μίαν επαρχιακήν πόλιν εγνώρισα κάποιον μεσίτην ελαφρόμυαλον, ο οποίος κατώρθωσε διά της εργασίας του να κάμη περιουσίαν.

Μίαν φοράν μετά μεσημβρίαν, ενώ έβρεχε και εκαθήμην άεργος, δεν ηξεύρω πώς μου κατεβαίνει: πιθανόν να μας επιτεθούν, μπορεί να χρειασθούμε τα πιστόλια, και μπορεί . . . — ηξεύρεις δα πώς γίνονται αυτά. — Τα έδωκα εις τον υπηρέτην διά να τα καθαρίση και να τα γεμίση· και αυτός χαριεντίζεται με τα κορίτσια, θέλει να τα τρομάξη, και ο Θεός το ξεύρει πώς, το όπλον πίπτει, ενώ η βέργα ήτον ακόμη εις την κάννην, και εξακοντίζει την τουφεκόβεργαν εις την άκρη του δεξιού χεριού ενός κοριτσιού, και της συντρίβει τον αντίχειρα.

« Ήλθε καιρός να πάρωμε «'Σ την πλάτη το τουφέκι, » Και γιαταγάνιτο πλευρό, » Πιστόλιατο σελιάχι, » Και 'ςτά ποδάρια μας φτερά... » Πού ξέρουμε τι θάχη » Η μαύρη μοίρα μας γραφτά, » Ποιος 'ξέρει πού μας πλέκει

Όμως κι' εγώ, που την ζωήν πετώ εις τα σκυλιά, σπανίως τρέχω 'στήν Βουλήν ν' ακούσω κάθε ρήτορα, εκ φόβου μήπως έξαφνα βροντήση πιστολιά και κράξω προς βοήθειαν Χριστόν και Θεομήτορα. Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα, πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη... αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει.

« Φλογίσθη το τουφέκι, » Και σχίσθηκετη μέση. » Τότε ορθός πετάζομαι, » Τη σπάθη μου γυμνόνω, » Και 'μπαίνω μέσατην Τουρκιά » Και σφάζω, και σκοτόνω, » Κι' Ομέρ Βριώνης γλύτωσε » Απ' το σπαθί να πέση.» « Άξαφνα μούρθε τουφεκιά, » Σα φλογερό χαλάζι » Τσακίσθηκε κ' η σπάθη μου » Και το δεξί μου χέρι, » Αδειάζω τα πιστόλια μου, » Και 'φώναξατο ασκέρι » Να με σκοτώσουνε.