Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Κ' επειδή έφευγε πια το καλοκαίρι κ' έφτανε το χυνόπωρο, του ετοίμαζε την εξοχή ο Λάμωνας, ώστε να του αρέση σ' όλα άμα την έβλεπε· πάστρευε τις πηγές για νάχουν νερό καθαρό· έβγανε την κοπριά από την αυλή για να μη τον πειράξη βρωμώντας· σιγύριζε το περιβόλι για να φανή όμορφο.
Εγώ και οι σύντροφοί μου είμαστε της Μοίρας υπουργοί· τα σπαθιά σας είναι ύλη, που όσο είν' ικανή να λαβώση τους βροντόφωνους ανέμους, ή με κούφια κτυπήματα τάσχιστα νερά να θανατώση, τόσο δύναται να πειράξη του φτερού μου το χνούδι· οι συνυπηρέταις μου είν' ομοίως απλήγωτοι· αλλ' ανίσως και ήσαστε ικανοί να βλάψετε, τώρα εκείνα τα σπαθιά σας έγιναν βαρυά, και δεν τα σηκώνετε.
Εγώ είμαι ικανός να σε γλυτώσω, αν σε πειράξη κανείς. Αύριο πρωί σου υπόσχομαι άμα ξυπνήσωμε, να φύγωμε μαζή. Μείνε. Σου το υπόσχομαι. — Διατί να με φέρης εδώ; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν σ' έφερα διά κακόν σκοπόν, σου το ορκίζομαι. — Και τίνος είνε αυτό το σπίτι; — Είνε... ενός καλού ανθρώπου... αυτός σε αγαπά πολύ, αλλά δεν θέλει στανικώς να σε πάρη. Αν θέλης να τον ακολουθήσης...
Ήταν για να μη χάνη τη συνήθεια της γρύνιας. Έ μ μ α. Φρίκη! Αυτός ο πατέρας. Σκηνή δ'. Κα Μεμιδώφ και Κώστας. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Βγάλτο λοιπόν! Θα σε πειράξη η υγρασία. Κ ώ σ τ α ς. Κάμε γλήγωρα. Θαρχίση πάλι να φωνάζη. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τίποτα, ανέβηκε, Κώστα, στην κάμαρά του. Μετά πέντε λεπτά θα ρουχαλίζη. Ταταουλιανός θα ήταν ο γάμος αυτός!
Ενόησα ότι ήτο φοβισμένη, και μη γνωρίζων τι να είπω προς ενθάρρυνσίν της έσκυψα και εφίλησα την μικράν χείρα της. Έστρεψε τότε προς εμέ τους γαλανούς οφθαλμούς της και με ηρώτησε με φωνήν τρέμουσαν,― Λουκή, θα μας σκοτώσουν οι Τούρκοι; ― Όχι, Δέσποινά μου, θα φύγωμεν. Μη φοβήσαι. Δεν θα μας πειράξη κανείς! ― Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου. Εγώ το ηξεύρω. θα τον σκοτώσουν !
Είνε αληθές ότι και η νεολαία του χωρίου του, παρά τον άμετρον σεβασμόν τον οποίον έτρεφε προς αυτόν, πολλάκις του έλεγε τι τοιούτο διά να τον πειράξη. Τα συνειθίζουν αυτά οι νέοι· να φαίνωνται ότι καταφρονούν την εποχήν των γερόντων και ότι ούτοι ζώσιν εις καλλιτέραν δήθεν.
— Ευχαριστώ, Πάτερ. Δεν τώχω πολύ διάθεσι. — Πάρε, ευλογημένε, δε θα σε πειράξη. Τσούγκρισαν δυνατά τα ποτήρια. — Υγεία και καλή ψυχή! Περαστικά της παπαδιάς. — Ευχαριστώ. Να δώση ο Θεός. Με την ομιλία των αβαπτίστων, ο λόγος έπεσε στη Φραγκιά. Ο Παπα-Παρθένης άρχισε να λέη για τις ταυρομαχίες, που είχε ιδεί μια φορά στη Βαρκελώνα. — Να ιδής, το αίμα, που λες, να τρέχη ποτάμι.
Και ποιος μπορεί να σας πειράξη, χριστιανός ή τούρκος ή άλλος, ας είνε και διάβολος με τα κέρατα; Δεν ξέρεις ότι τάχω καλά με τσ' αγάδες; Έχουν άλλοι από μένα εδώ στο χωριό κονσόλα κι' αποκούμπι; Εγώ είμ' εδώ. Ποιος θ' αποκοτήση να σας πειράξη; Η Κουμπίνα, αν και δεν ημπόρεσε να καταδαμάση την αλλόκοτον υποψίαν που της ήλθε στον λογισμόν, συνεμορφώθη με την παραγγελίαν του συζύγου της.
Και τα είπεν όλα αυτά με τον σκοπόν να πειράξη τον αντίπαλόν του, και αρκετά μεγαλοφώνως διά να ακούεται καλά από τους πολύ αγαπητούς του νέους. — Είναι λοιπόν ευχάριστον το να φιλοσοφή κανείς; τον ηρώτησα. — Ναι, ναι, και πάρα πολύ μάλιστα, μου απήντησε.
Η Κυρά Λοξή είναι η καλοσύνη προσωποποιημένη. Ουδείς ευπορώτερός της εις το χωρίον, ίσως δε και καθ' όλην την νήσον αλλά ζώσα γλίσχρως, ως χωρική, καταναλίσκει το εισόδημα της αγαθοεργούσα και υποθάλπουσα τους έχοντας ανάγκην βοηθείας. Γνωρίζει όμως πώς να υπερασπίση τα συμφέροντά της και ούτε επιτρέπει εις ουδένα να καταχρασθή την αγαθότητά της, ούτε χωρατεύει εάν θελήση τις να την πειράξη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν