Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Ατιμία δεν είνε η ταπεινή τέχνη· είνε να μην ξέρης να δουλέψης την τέχνη σου... Μα τι τα θες αυτά; επρόσθεσε με δυσάρεστο μορφασμό. Εσύ τώρα είσαι στο πόδι του πατέρα σου κι ό,τι θέλεις θα γένη. Εγώ άλλη κουβέντα ήρθα να σου κάμω κι αλλού πέσαμε. — Λέγε, μητέρα· σ' ακούω. Μα στην ψυχή του πατέρα μου σ' ορκίζω πρώτα. Μη μου ειπής για κείνον τον τιποτένιο το Θεομίσητο.

Η σκιά έκαμε κίνημα, ως να απέσυρε κάτι, και είτα τραχεία φωνή ηκούσθη·Ποιοι είστε; τι θέλετε; — Πέσαμε όξου, απήντησεν ο υιός του κυβερνήτου. Είμαστε θαλασσοπνιγμένοι. Μετ' ολίγας στιγμάς η φωνή είπεν·Από 'δω ελάτε. Ο άνθρωπος ήναψε φανάριον, κ' έδειξε τον δρόμον εις τους τρεις ναυαγούς. — Κ' εγώ θάρρεψα, πως θέλετε να μου κλέψετε τα χέλια, είπε.

Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας!

Πέσαμε μες το νερό, γιατί δε βλέπαμε, είπεν ο νέος ναυτικός. Δεν καταλάβαμε πως ήτανε λίμνη. Υποκάτω εις τρία αδελφωμένα δένδρα ήτο η επί πασσάλων θεμελιωμένη και με φυλλάδας πλατάνων εστεγασμένη καλύβη του χωρικού, όστις ήτο ο βοηθός και αντιπρόσωπος του εκμισθωτού της λίμνης. Ο κύριος έλειπε, τους είπεν.

Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη• 570 κ' εγώτα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφούτο πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα•το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 575 και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη, πρώτατην θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια, και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία, και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι, και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν• 580 καιτο διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη. και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν 585 οι αθάνατοι, και μ' έφεραντην ποθητή πατρίδα. αλλ' άκουσέ με, θέλησετο σπίτι μου να μείνης, ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα• και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, 590 ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι».

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν