United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει όμως να παρατηρηθή πως ο Κωσταντίνος δεν έδειχνε πάντα και την ίδια προσοχή και δειλία, αφού όταν έστησε στη Ρώμη τον αδριάντα του έβαλε σταυρό απάνω στην άκρη του κονταριού του. Άρχιζε και γλυκόφεγγε η μεγάλη του ιδέα στο διάβα του απάνω, και σε κάθε του πάτημα τώρα κι ομπρός ανταμώνουμε τις σωτήριες αχτίδες του. Δεν πέρασαν πολλοί μήνες και βρέθηκε πάλε στο Μιλάνο.

Νέα κι αφοσιωμένη μου είχε ρθει, μα σε όλη την ευτυχία, που έλαμπε γύρω της κ' έκανε αλαφρό το πάτημά της, είτανε μια μελαγχολία, που είτανε τόσο μεγαλήτερη όσο σώπαινε τόσον καιρό. Νόμιζα πως θυμόμουνα τώρα πως από νωρίς ακόμα η ύπαρξή της όλη στεκότανε σ' ένα επίπεδο διαφορετικό από το επίπεδο των άλλων.

Δεν είνε το πάτημα σύμφωνο με το πόδι μου, παρεπονέθη τότε· μου έρχεται μακρύτερο, και δεν ημπορώ να πατώ κάτω στερεά. Πρόθυμος η γειτόνισσα έφερεν αμέσως το πάτημα του εργαλειού ακριβώς εις όσον μάκρος εχρειάζετο. — Ωραία τώρα πηγαίνει, είπε και ξαναήρχισε.

Το σκήπτρο το περίπλουμο που θα κρατάητα χέρια Θα νάνε μαγικό ραβδί που θα οδηγάη τον νου μας Που θα οδηγάει τα έργα μας, το κάθε πάτημά μας. Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει! Όλοι αγκαλιάζουν τον μικρό και την ορμήνεια ακούνε. Ποιος πέρασε απ' τα βουνά τ' Ασπροποτάμου απάνω Κ' εκεί δεν είδε τον αητότα βράχια θρονιασμένον; Στέκεται ορθός κατάκορφα, λες κ' είνε λιθοσώρι.

Πέτρες και σκορπιούς γεμίζει το δρόμο της για να την τρομάξη, κι αυτή περνάει και στρώνει λουλούδια σε κάθε της πάτημα. Πηγάδια της άνοιξε να πέση μέσα και να πνιγή, μα κι αν πέση, βγαίνει πάλι από τα νερά σαν την Αφροδίτη, και γεμίζει χάρη τον κόσμο.

Γιατί μαθές οι Τουρκοπούλες να τραγουδούνε μεγαλόφωνα σαν ταηδόνια, κ' οι δικές μας χαμηλά χαμηλά και συμμαζεμένα σαν τις τρουξαλλίδες; Θαρρώ πως το μάντεψες, και πως με πίκρα μου το ξηγάς, πως της ρωμαίικης της ψυχής η χαρά προβάλλει στον κόσμο με προφύλαξη και με πάτημα μετρημένο, μην τύχη και την αρπάξη, και την πνίξη κανένας.

Μαύρη, θολή πλημμύρα Το πάτημά του ακολουθεί, σαν νάταν ένα κύμα Πώσερνε φύκητο γιαλό. Τασπράδι του ματιού του Έσταζεν αίμα και χολή...

Εκεινής όμως η αντιπάθεια είχε γίνη τρομάρα. Επέμενε να μας λέγη πως δεν έχουν τα δυο του μάτια, το ίδιο χρώμα· και έχανε την όψιν της σαν άκουε το πάτημά του. Μετά μερικές ημέρες την επεριμέναμεν ένα βράδυ να γυρίση από το εργοστάσιο για να διπνήσουμε• η ώρα όμως επερνούσε και δεν εφαίνονταν.

Κ' εκεί που ο δύστυχος μοιρολογούσε Με μιας αυτιάζεται... κ' ένα σκυλί Μακρά του φάνηκε σαν κι' αλυχτούσε, Κούφια σαν κι' άκουσε ποδοβολή. Τα δέντρα εσείστηκαν, τα χαμοκλάδια, Σκιασμένα επρόβαιναν συχνά συχνά Πλατώνια, αγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια... Μην επαγάνιζεν η Λιαπουριά;... Σκύφτει, ακουρμαίνεται... σιμόν' η αντάρα... Τούβραν το πάτηματο χιόνι οι εχθροί.

Μωρή, έλα στο νου σου, και στοχάσου πως όποια θα τόνε 'πάρη το Μανώλη της κλώθει η μοίρα της με το χρυσό σφεντύλι. Καλλίτερο δεν θα βρης σ' ό,τι κι' άνε πης. Η καλή γνώμη στον άντρα είνε το καλλίτερο πράμμα. Ποτέ δε θα σου χαλάση το χατήρι σου. Και θάχης άντρα να τόνε χαίρεσαι, να γεμίζη το σπίτι όντε θα μπαίνη και να τρέμη η γης στο πάτημά του.