United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τριστάνε, μια φορά αν σας μιλούσα, λίγο θα μ' έμελλε πεια να πεθάνω. Φίλε, αν δε φθάσω μέχρις εσένα, θα πη πώς δεν το θέλει ο Θεός, κι' αυτή είναι η πειο μεγάλη μου λύπη. Λίγο με μέλει για το θάνατο. Αφού ο Θεός το θέλει θα τον δεχτώ. Αλλά, φίλε, όταν θα το μάθετε, θα πεθάνετε, το ξέρω καλά. Τέτοιος είναι ο έρωτάς μας που δε μπορείτε να πεθάνετε δίχως εμένα, ούτ' εγώ δίχως εσάς.

Μου ξάνοιγε τα φορέματα κ' εύρισκε η βροχή καιρό και τόπο να με προυχάη όπου της βόλειε. Άρχισα να τρεμουλιάζω από το κρύο που με σήκωνε. Μ' εφόβιζε κ' η θεομηνία. Μ' έσκιαζαν και τα κλαριά γύρα που μώμοιαζαν 'ςτή μεγάλη μου παραζάλη, 'ςτή φοβερή μαυρίλα και 'ςτο άναμμα του τρικυμού, με κακούς ανθρώπους, με φαντάσματα, μ' ίσκιους. Φώναξα του ξαδερφού μου. Ούτ' εγώ δεν αγροίκησα τη φωνή μου.

Ένιωθα στα σπλάχνα μου ένα μαχαίρι να με σφάζη, από την πείνα. Αυτή κοιτάστηκε στα ποδάρια μου αναίστητη. Μήτε μιλιά, μήτε κρίση. Μια στιγμή δε βάσταξα. Της ρίχνουμαι, την πιάνω απ' το λαιμό με τα δόντια. Είχα γίνη άλλος άνθρωπος· θεριό μονάχο· ούτ' ήξερα τ' έκανα, ούτ' ήξερα τι μου γίνουνταν, ο Θεός να με συχωρέση.

Κι ασφαλώς δεν εμποδίζεται ποτέ από τα δεσμά της αληθοφανείας. Δεν την επηρεάζουν ποτέ ευτελείς πιθανολογίες ούτ' εκείνες οι δειλές παραχωρήσεις στις ανιαρές επαναλήψεις της ιδιωτικής ή δημόσιας ζωής. Μπορεί κανείς από το μύθο να μεταφερθή στην πραγματικότητα. Όχι όμως κι από την ψυχή. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Από την ψυχή; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μάλιστα, από την ψυχή.

ΓΕΛΩΤ. Ότι αφού τας δοκιμάσης, θα ιδής ότι είναι αχλάδια και αι δύο. Ηξεύρεις να μου 'πής, διατί η μύτη είναι εις την μέσην του προσώπου; ΛΗΡ Όχι. ΓΕΛΩΤ. Διά να έχη κανείς από κάθε μέρος της μύτης και ένα 'μάτι, ώστε ό,τι δεν ημπορεί να μυρισθή να ημπορή να το βλέπη. Την αδίκησα! ΓΕΛΩΤ. Ηξεύρεις πώς κάμνει το στρείδι το καύκαλόν του; ΛΗΡ Όχι. ΓΕΛΩΤ. Ούτ' ηγώ.

Όταν όμως μένουν μόνοι των, δεν δύναμαι να σας παραστήσω πόσον τρώγουν, εις ποίας δε ασελγείας παραδίδονται και πώς γλύφουν των οβολών την βρώμαν, και το φοβερώτερον είνε ότι, ενώ μήτε εις την δημοσίαν, μήτε εις την ιδιωτικήν ωφέλειαν συντελούν, αλλά ζουν άχρηστοι και περιττοί, ούτε ποτ' εν πολέμω εναρίθμιοι ούτ' ενί βοιλή,

Και αμέσως επήρε τον λόγον ο Διονυσόδωρος, διά να μην τον προλάβη και πη τίποτε ο Κτήσιππος και του λέγει·Πε μου ακόμη και ένα άλλο· αυτόν τον σκύλο τον κτυπάς; Και ο Κτήσιπος εγέλασε και του είπε·Ναι, μα τον θεόν· γιατί δεν μπορώ εσένα. — Ώστε κτυπάς τον πατέρα σου; — Αυτές οι ξυλιές που του δίνω, θα ήτανε πιο δίκιο να τις έτρωγε ο πατέρας σας, που δεν ηξεύρω τι του ήλθε και γέννησε έτσι σοφά παιδιά· αλλά δεν αμφιβάλλω βέβαια, Ευθύδημε, πως πολλά αγαθά από την σοφίαν σας αυτήν θα απήλαυσεν ο πατέρας. . . των κουταβιών, — Μα δεν έχει καμμιάν ανάγκην από τα πολλά αγαθά, Κτήσιππε, ούτε εκείνος ούτε συ. — Ούτε συ ο ίδιος, Ευθύδημε; — Ούτ' εγώ ούτε κανείς άλλος άνθρωπος· διότι λέγε μου σε παρακαλώ, Κτήσιππε· νομίζεις ότι είναι καλόν δι' ένα που είναι άρρωστος να πάρη φάρμακον, ή σου φαίνεται πως δεν είναι καλόν να το πάρη, ενώ έχει ανάγκην; ή, όταν πηγαίνη εις τον πόλεμον, να πηγαίνη με όπλα, ή δίχως όπλα; — Με όπλα βέβαια· αν και φοβούμαι, ότι θα βγάλης πάλιν από την απάντησίν μου κανένα από εκείνα τα νόστιμά σου συμπεράσματα. — Θα το κρίνης συ μόνος σου καλύτερα· αλλά απάντησέ μου.

Δε μου λες· από τους άλλους δεν είχατε τίποτε; στάθηκε άξαφνα και ρώτησε το Δημητράκη. — Ποιους άλλους ; — Να· τον Περαχώρα. .. το Γκενεβέζο... — Όχι. — Περίεργο! πολύ περίεργο!... τους περιποιήθηκα τόσο και να μη στείλουν ένα γράμμα! Κι άρχισε πάλε το σουλάτσο του νευρικός, μασώντας το πούρο του, τρικλίζοντας κάποτε και συχνοψιθυρίζοντας: — Ούτ' ένα γράμμα!... ούτ' ένα γράμμα! περίεργο!

Και μοναχά τούτα; Ένα δέντρο, ένας βράχος, ένα κούτσουρο ακόμα. Τους μιλάς και σου μιλούνε. Ταγαπάς και σ' αγαπούνε. Τύφλα νάχουνε οι ανθρώποι και τα καλά τους. Ωστόσ' ο Στρατής το Στοιχειό μήτε τέτοιο σύντροφο δεν είχε κανένα, Ούτε σκυλί, ούτε γατί, ούτε ζωντανό, ούτ' ένα κούτσουρο ακόμα.

Εμπρός, είπα στον Άλλον. Προχώρησε να φύγουμε. Τρέμω. Ακούς τι σου λέω; — Δεν μπορώ να προχωρήσω, μου είπ' ο Άλλος. Κάτι τι μου καρφώνει τα πόδια. Τράβηξέ με. — Δεν μπορώ ούτ' εγώ. Τα πόδια μου είναι κολλημένα στο χώμα.... Στεκόμαστε ασάλευτοι. Τα νύχια μου είχανε μπη στα κρέατά του. Ένοιωθα τα νύχια του που σχίζανε το κρέας μου. — Μη μ' αφίνης. — Σε κρατώ. Σφίξε μου το χέρι.