Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Σεπτεμβρίου 2025


Η γραία εκοιμάτο, αλλά δεν άργησε να εξυπνήση, κ' ελθούσα ήνοιξε την θύραν, χωρίς, αυτήν την φοράν, να ερωτήση τις είναι, ίσως διότι ήτο μισοκοιμισμένη κ' ενήργει ως εν υπνοβασία μηχανικώς, ή είχε την εντύπωσιν ότι ουδείς άλλος ηδύνατο να είναι ειμή ο γαμβρός της. Η Φραγκογιαννού έσπευσε να εισέλθη. — Το κοφίνι μ' πλειό, ξέχασα απ' τη βία μου, εψές, είπε. Το είδες; Είναι πουθενά; Πού τώχεις;

Με τέχνη θέλουν γδύσιμο αυτοί οι μασκαράδες. Διαμάντια γλέπω και φορεί, κάτι δακτυλιδάκια, Φυσάει η γυναίκα του θε ν' άχη και φλωράκια. Ιατρός, η Κανέλλα και η Γαρούφω. ΙΑΤ. Ώρα καλή.... τι πάθετε; ΚΑΝ..........Πάμε να τρελαθούμε. ΓΑΡ. Όσ' άπες τα ξεχάσαμε πού να τα θυμηθούμε. ΙΑΤ. Κι' εγώ όλα τα ξέχασα, τίποτε δε 'θυμούμε.

Το νερό μας έκοψε, δεν πίνεται... Κάθεσθε, να πάω ως την βρύσι, να φέρω νερό; Έρχεσαι, είπε προς εμέ, μαζί μου; — Όχι, κάθησε συ, είπεν ο Γιαννιός, που είσαι πολύ αποσταμένος, και πάω εγώ με τον Αλέξανδρον. Δεν πάμε καλύτερα και οι τρεις μας; είπα εγώ... Δεν θα φάμε κι' όλα, κάτω στην βρύσι; — Εγώ το ξέχασα πώς τρώνε, είπεν ο Νικολός. Μα πώς θα τ' αφήσωμε αυτά εδώ;

Και πόσες φορές ο νους μου δε μου έφερε σας, καλή μου γιαγιά, που καθόσαστε τις κρύες νύχτες του χειμώνα στο κρεββάτι μου πλάι, όσο να κοιμηθώ, και μου λέγατε κείνα τα παραμύθια σας, κι ανοίγατε στην παιδιάτικη φαντασία μου ολάκερους κόσμους... Ω! εκείνα τα παραμύθια σας, δεν τα ξέχασα, ούτε θα τα ξεχάσω ποτέ. ΑΝΝΟΥΛΑ Μου τα λέει τώρα και μένα, Σταύρο. Μου τα λέει και μένα.

Δε θυμούμαι τι τον έκαμε το γέρο να μας ξεμυστηρευτή τη βραδιά εκείνη. Ίσως τον ερέθισε ο Καπλάνης, που όλο τις παλικαριές του μας έβγαζε στη μέση, όλο Τούρκους μας σκότωνε. Γιατί θυμούμαι τον Αγγελάκο που γύρισε κ' είπε της μάννας μου. «Δε μας έμεινε πάλι Τούρκος. Σαν πράσα πάλι μας τους πελέκησε ο ΚαπλάνηςΔεν την ξέχασα, την ιστορία του γέρο Βασίλη, και δεν πρέπει να την αφήσω αγνώριστη.

Φυσικό τους είναι να τα γεννούν τα θεριά. Άλλες μαννάδες είναι που τους γεννούν εκείνους που φταίνε. Σα να κουνάης το κεφάλι σου λέγοντας πως ταδικώ το πολυπαθιασμένο το «Γένος». Με συμπάθειο· το ξέχασα πως ένα σκοπό μάθαμε και μεις να τσαμπουνίζουμε στον κόσμο, — τα πάθια και τα βάσανά μας. Το τραγουδούμε κι αυτό χωρίς να το καλονοιώθουμε.

— Α ξέχασα, εσκούπισε πρώτα καλά καλά, και ύστερα άναψε τα καντήλια και ύστερα να ιδήςπού να τα θυμούμαι όλαεγώ, αν και είδαν πολλά τα μάτια μου, εκέρωσα από την τρομάρα μου· ύστερα έβαλε φωτίτσα στο θυμιατό και εθύμιασε της εικόνες. Ξέχασα, πρώτα τ' Aηδήμα θύμιασεΑμ' πού να σου πω, που ήρθε να θυμιάση κ' εμένα. Τι να σου πω, παπά- Κονόμε, αυτό που είδα δεν λέγεται.

Μην παραξενεύεσαι· είπε τρυφερά αφίνοντας την αξίνα και πιάνοντάς την από το χέρι. Μήπως εδώ σ' αυτήν τη θέση, δε μου είπες άλλοτες εκείνη τη συμβουλή. — Ποια συμβουλή ; τον ρώτησε η κόρη ψάχνοντας το νου της. — Εκείνη την προγονική μας· πως την είπες ; ξέχασα τα λόγια τώρα. Ξέχασα τα λόγια, μα θυμάμε καλά το νόημα τους. Τόχω σφιχτοκλεισμένο στην ψυχή μου και θέλω να το κάμω αλήθεια.

Και ενώ η Αρφανούλα, πεταχτά-πεταχτά ήρχισεν αμέσως να τακτοποιή τα ποικίλα εκείνα ξύλινα και μετάλλινα αθύρματα, με χάριν και δεξιότητα, με παίζοντας τους δύο μαύρους οφθαλμούς της, ως του αστρείτου του όφεως, ο Σπύρος απομείνας με κρεμασμένας τας χείρας, εν η στάσει ερωτούσι τους ποιμένας μερικοί ειρηνοδίκαι, έλεγε: — Και ξέχασα όλως διόλου καϋμένη, τας τιμάς!

Ούτε θα επιθυμούσα να είμαι στην θέσιν σου. — Αυτά; — Ούτε θα σου το έλεγα. — Αλλά τι θάκαμνες; — Θα εκύτταζα την δουλειά μου. — Μήπως τώρα; — Και δεν θα έβγαζα λόγον. — Αλλά; — Θα εσιωπούσα. — Ναι; — Και θα δάγκανα την γλώσσαν μου. — Υπομονή. — Και θα έσφιγγα τα δόντια μου. — Ε, δα... — Τι; — Και θα το έκαμνες αυτό; — Βέβαια. — Στο Θεό σου; — Αλήθεια. — Αλλά... ξέχασα... — Τι; — Με συγχωρείς.

Λέξη Της Ημέρας

ορέων·

Άλλοι Ψάχνουν