Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Η Ιζόλδη το πρόσεξε και είπε μέσα της. «Γιατί τάχα να γέλασε αυτός ο ξένος; Μήπως έκανα τάχα τίποτε που να μη στέκη; Μην παραμέλησα καμμιά από της περιποιήσεις που μια κόρη ώφειλε να του κάμη; Ναι, ίσως να γέλασε επειδή ξέχασα να γυαλίσω τα όπλα του που τα μαύρισε το δηλητήριο».
Είναι τ' αφορεσμένο το πουλί του πόνου, που έκραξε στην πόρτα σου! Κερά μου. Βγάλετο το μαγεμένο το βραχιόλι! Τα τρία κορίτσια, έτοιμες, ντυμένες για τα μαγαζειά. Ο λ γ ί ν α. Ο πατέρας δεν κατέβηκεν ακόμη. Ά! ξέχασα! Έμεινε για να συνοδεύσουν με τη μαμά την κ. Βιλή Έ μ μα. Ο λ γ ί ν α. Λ έ λ α. Έ μ μ α. Εσύ να σιωπάς. Ο λ γ ί ν α. Κάμε τον κατάλογο, τι έχωμεν να πάρωμεν και που να πάμε.
Ο Μ-Αργύρης φέρνει το καλαμάρι και το βάζει σ' ένα μικρό τραπεζάκι. Η Δώρα κάθεται κι' αρχίζει να γράφη. Δεν πας να ιδής Μπάρμπ-Αργύρη μήπως σε θέλει τίποτε ο μπαμπάς; Μ' ανησύχησε σήμερα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Αυτό έλεγα κ' εγώ κοκκώνα μου. Πάω. Φαντάζομαι τι παράπονα θάχης μ' εμένα. Θα λες πως ξελογιάσθηκα και ξέχασα τις ωραίες μέρες που περάσαμε στο μοναστήρι μαζή.
— Αχ! και δεν έκαμα να φτάσω ένα κεράσι, να δροσίσω το στόμα μου, που είνε φαρμάκι. Ξέχασα να πιω μια σταξιά νερό πριν φύγω . . . Ας φτάσω στη βρύσι, μια! Τότε μόνον ενθυμήθη ότι δεν είχε πίη νερόν πριν εξέλθη από το κατωγάκι, όπου είχε διέλθει ολίγας αλλά τόσον μακράς εναγωνίους ώρας.
Και έδωκεν εις τον σύζυγόν της το εν τη παλάμη φυλασσόμενον αντίδωρον. — Αμ' εγώ ξέχασα κ' ήπια τσιμπούκι, Κρατήρα! Παρετήρησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος μετά θλίψεως, ήτις εφαίνετο ζωηρά εις το πρόσωπόν του. — Τι να γείνη! επανέλαβεν. Ας είμεθα καλά του χρόνου! — Φέρε το 'δώ, διέκοψεν αποτόμως ο Κομποδήμος χασμώμενος, εγώ είμαι νηστικός!
Κ' έτσι αμέσως ανοίγει τα μάτια της και κοιτάζει μέσα της πιο βαθιά ως κ' η αθρώπινη ψυχή σ' όλη την οικουμένη. Μα πολύ άτοπα φιλοσοφώ, και ξέχασα πως η μισή γλώσσα μάς έβγαλε τώρα και φιλοσόφους, που τη θέλουνε μισή, γιατί έτσι, λέει, το θέλει κ' η φιλοσοφία. Εγώ λέω πάλε μήπως κ' η φιλοσοφία τους είναι μισή όσο είναι κ' η γλώσσα τους.
Να κρατήσω εγώ ενάμισυ τάλλαρο διά τους κινδύνους που τρέχω, και για τα οχτώμισυ πλειά . . . Και για νάμαστε σίγουροι, μη γυρεύης κολλοννάτα, να σου δώσω πεντόφραγκα, για νάμαστε μέσα . . . Οχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν . . . Α! ξέχασα! . . . Τουναντίον, δεν είχε ξεχάσει· απ' αρχής της συνεντεύξεως, αυτό εσκέπτετο. — Ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός, κάτι έκανε να μου δίνη, δεν θυμούμαι τώρα.
Αλλά τώρα ο συλλογισμός της διετυπούτο καθαρά. «Πού άλλου θα είμαι πλέον ασφαλής, για την ώρα, παρά εδώ; Οι ταχτικοί ποτέ δεν θα πιστεύσουν ότι ξαναήλθα πάλιν προς το ίδιο μέρος, που με είχαν ευρή χθες, και μ' εκυνήγησαν. Ο Γιάννης κοιμάται στο μανδρί του. Στο καλύβι θάναι η λεχώνα, κ' η γρηά. Την νύκτα χθες, από τον σαστισμό κι' από τη βία μου, ξέχασα εκεί το καλαθάκι μου.
Κοντά στο νου, αφού ξένο θα μας φανή όχι το πράμα μονάχα, μα ως κ' η λέξη. Κ έτσι νομίζω πως το φραγκορωμανικό και μάλιστα το χυδαίο , γιατί ένας καλός συγραφέας στη Γαλλία θαποφύγη τέτοιους όρους, είναι η ψηφίδα του κ. Σωτηριάδη περισσότερο από τη γλώσσα τη δική μας, τη ρωμαίικη. Μα ξέχασα που ο κ.
— Όλα καλά, μπάρμπ’-Αλέξανδρε· μα έλα που ξέχασα να στείλω χαμπάρι στο σπίτι μας. — Αλήθεια; Επόμενον ήτο. Δεν πειράζει, Κωσταντή. Την επαύριον έμαθα ότι η αδελφή μου η νεωτέρα επήγε μεσάνυκτα, μαζί με τον ανεψιόν μου μ' ένα φανάρι, κ' εξύπνησε την νεαράν γυναίκα τον Κωσταντή, όπου ήτο έγγυος εις τον μήνα της, διά να πληροφορηθή. Τέλος έμαθαν ότι είχα υπάγει στο πανηγύρι, και ησύχασαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν