Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Ο Κοραής αγαπούσε να βάζη, το ένα με τάλλο συστήματα αντίθετααφτή είταν η χαρά του και πολύ του άρεζε να μην έχη σύστημα. Ποιητής δεν είταν, και για τούτο, όσο έζησε, δεν άφησε την εθνική μας, τη δημοτική μας φιλολογία να μεγαλώση· ίσως το νόμισε χρέος του να την πνίξη στα σπάργανά της. Είχε πάντα προαίρεση καλή. Από τότες χάλασε η αρχαία μας η γλώσσα κ' η νέα μας η δημοτική.

Στο διάστημα τούτο ρώτησε συχνά τη μητέρα της για την κατάστασή μου, αλλά δεν είπε τίποτε για τη σκηνή που της έκαμε η μάνα μου. Μια μέρα όμως έδειξε απροσδόκητη καλλιτέρεψη. Μπόρεσε μάλιστα να βγη και να καθήση στην αυλή. Η μητέρα της είχε πάει έξω κιόταν γύρισε και την είδε, νόμισε πως έβλεπε νεκρανάσταση. — Καλά 'σαι σήμερο; αι, κανακαρά μου;

Όταν τελείωσε το φαγί, ο Κακαμπός νόμισε, καθώς κι' ο Αγαθούλης, ότι πληρώσανε καλά το λογαριασμό τους, ρίχνοντας απάνω στο τραπέζι δύο απ' αυτά τα πλατιά κομμάτια του χρυσαφιού, πούχαν μαζέψει. Ο ξενοδόχος κ' η ξενοδόχα σπάσανε στα γέλια και βαστούσανε πολλιώρα τα πλευρά τους. Τέλος συνήλθανε.

Ο στρατιώτης όμως δείλιασε και δεν έφερε τη διαταγή του στρατηγούτο Μπούσγο. Έτσι ο Καραϊσκάκης αναγκάστηκε να τραβηχτή και φτάνειτη ράχη, όπου φύλαγε, άνεργος, ο Μπούσγος. Δαιμονίστηκε καθώς τον είδε ο Καραϊσκάκης, γιατί νόμισε πώς από φόβο δεν είχε έρθη βοήθεια του. — Το βρακί της Κατερίνας! Φέρτε μου το βρακί της Κατερίνας!

Κάποια βήματα που πλησίαζαν τον έκαναν να σηκώσει τα μάτια. Νόμισε πως τα αναγνώρισε: ήταν τα γρήγορα και ελαφριά βήματα ενός παιδιού, βήματα αγγέλου που τρέχει να αναγγείλει τα χαρμόσυνα μηνύματα, και τα θλιβερά. Ας γίνει το θέλημα του Θεού: εκείνος στέλνει τα καλά και τα κακά μαντάτα.

Επανάλαβε το τραγούδι τέσσερις πέντε φορές, και νόμισε πως το κεφάλι του άδειασε λίγο πολύ λίγο, όμως, γιατί οι είκοσι χιλιάδες του μάγειρα και τα σαρανταπέντε του χρόνια τον σφίγκανε και τον πιέζανε τόσο ακόμα. Πάνω στο κατάστρωμα της πλώρης οι κληρωτοί πλαίνανε τα ρούχα τους, και πίσω από τις βουνοκορυφές βασίλευεν ο ήλιος και χρύσωνε τα βουνά.

Αυτό το παιγνίδι του Σβεν κοίταζε η μικρή Μάρθα και τέλος τονέ ρώτησε τι έκανε κει. — Δε βλέπεις; Παίζω στη χλόη, είπε ο Σβεν. Και ξαφνισμένος άνοιξε πλατιά τα μάτια του. Όχι, η Μάρθα δεν το εννοούσε, μα αφού είδε το Σβεν να παίζη τόση ώρα εκεί, νόμισε πως έπρεπε να είναι κάτι πολύ διασκεδαστικό και κάθησε κι αυτή κοντά του.

Θε μου, δε λυπάσαι μπλειο τσοι χριστιανούς; Εξέχασές μας τσοι κακομοίριδες; Κιάρχισε κέκλαιγε. Σε λίγες ώρες απογέρασε από τη ψυχική του αγωνία. Και τόσο αποχυμένο και χλωμό ήτο το πρόσωπό του όταν το βράδυ γύρισε στο σπίτι, που η γυναίκα του νόμισε πως ήταν άρρωστος. — Όι, δεν είμ' αρρωστάρης, της είπε· μόνο εκουράστηκα.

Και ο λυγμός του ήταν τόσο δυνατός που η νεωκόρισσα τον πλησίασε με τη σκούπα. «Έφις, τι έχεις; Είσαι άρρωστοςΓούρλωσε τα τρομαγμένα του μάτια και νόμισε ότι βλέπει ακόμη την Καλίνα με το λοστό να του φωνάζει: «Φονιά!». «Έχω πυρετό….. Μου φαίνεται θα πεθάνω.

Μα όταν η μαμά έμεινε μόνη με το Σβεν, τον πήρε στην αγκαλιά της και του διηγήθηκε, σα να είταν παραμύθι, πόσο είταν ανήσυχη και τι τρόμο δοκίμασε η ψυχή της. Του είπε πως νόμισε πως ο Σβεν έσπασε το πόδι του και πως είτανε πεσμένος μόνος μέσα στο δάσος και πως δε θα τον ξαναύρισκε παρά μόνο νεκρό.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν