Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Αλλ' ήτο τόσον οκνός και τόσον κοιμισμένος, απ' τα νειάτα του ακόμη, ώστε, και αν κατώρθωνε να μάθη τι, θα το ελησμόνει πριν το μάθη, όπως έλεγεν ο αρχαίος κωμικός.
— Τι λόγια είν’ αυτά, που λες, πεντάμορφη μου Μάρω; Ποια είταν η μαύρη η μάγισσα, πώκανε την καρδιά σου Για την αγάπη αδιάφορη και κρύα, σαν την πέτρα; Μάρω, δεν ξέρεις τι κακό και τι αμαρτία κάνεις Στα νειάτα σου τ’ αγγελικά, στ’ ασύγκριτα σου κάλλη, Αφίνοντάς τα ανύπαντρα, αφίνοντάς τα στείρα!
Η ελπίδα φώλιαζε βαθυά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν μπορούσε να την ξεσκαλίση απέκει μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν μπροστά της, σαν ερμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό, και παρέσερναν στο διάβα τους νειάτα, κι' ελπίδες, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι' είχε πάντα την καρδιά της περιβόλι.
Παραπέρα έβλεπα τη μεριά, που για πρώτη φορά είπα «σ' αγαπώ» στην ώμορφη γειτονοπούλα μου. Μ' ένα λόγο, έβλεπα τόσα, που δε μπορούν να μπούνε σ' αυτό εδώ για το χαρτί. Νειάτα σπαρμένα καταγής, σα λουλούδια απριλιάτικα, σαν άνθια μαγιάτικα, σαν τριαντάφυλλα μοσκομυρωδάτα.
— Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω, Πώχω μαράζι 'ς την καρδιά και πόνο, που με τρώει, Και που μου κλέβει τη χαρά, τα νειάτα, νύχτα-μέρα. Κ' ένα τραγούδι, θλιβερό, μου φέρνει μέσ' το στόμα, Τραγούδι που το τραγουδώ, πατέρα, κι' αλαφρώνω, Κι' ούτε το Δράκο σκιάζομαι, ούτε και τη Νεράιδα, Ούτε της βρύσης το Στοιχειό και της σπηλιάς τη Λάμια.
Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Η δεσποινίς κόρη μου είνε καλά εκεί που είνε. ΔΟΡΑΝΤ Δε θέλετε καμμιά απ' αυτές τις ημέρες ναρθήτε μαζί της να δήτε το μπαλλέτο και την κωμωδία που δίνουν στο παλάτι; Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ναι, αλήθεια, έχομε πολλή όρεξι να γελάσωμε, πολλή όρεξι έχομε να γελάσωμε. ΔΟΡΑΝΤ Υποθέτω, κυρία Ζουρνταίν, ότι θα είχατε πολλούς θαυμαστάς στα νειάτα σας, έτσι ώμορφη και ευχάριστη που θα ήσθε.
Και μ' ένα καλημέρισμα, και μια γλυκειά ματιά της, Μου τάραξε τα σωθικά και μ' άναψ' έναν πόθο. Κι' όσο που ζω δίχως αυτή και δεν τη συχνοβλέπω Μου κλέβει ο πόθος τη χαρά, τα νειάτα νύχτα-μέρα. Και το τραγούδι το θλιφτό 'ς το στόμα μου ανεβάζει. — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστα 'ς τη ράχη, Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς την νύχτα. Κ' η Ρήνα, η κόρη του Σταθά, είνε ταχυά δική σου.
Δεν ήτανε πεια δική του, ήτανε δική μου. Να τώρα που με τη σπλαχνική στοργή του ξύπνησε την τρυφερότητά μου κι' απόκτησε πάλι τη Βασίλισσα. Τη Βασίλισσα; Βασίλισσα ήτανε δίπλα του και τώρα εδώ στο δάσος ζη σαν σκλάβα. Τι έκαμα τα νειάτα της; Αντί των αιθουσών με τα πλούσια μεταξωτά, της δίνω αυτό το άγριο δάσος. Μια καλύβα. Και προς χάρι μου ακολουθεί αυτόν τον κακό δρόμο.
Η αγάπη ακέρηου του λαού την έτρεφε σαν γάλα, Σαν γάλα, 'σαν σταλαμματιά και 'σαν αχτίδες ήλιου. Νυκτόημερα εμεγάλωνε κ' έπαιρνε νειάτα, μάγια. Όσο που επέρασαν χρονιαίς κ' έφεξε μιαν αυγούλα Που μας την πήρε ο Μόσκοβος 'ς το βασιληά του νύφη. Ο ανθός οπού εγεννήθηκε για να τον τρέφη ο ήλιος 'Σάν έχασε τον ήλιο του δεν έζησε, εμαράθη.
Τι κάμνει; Ειπέ μου, δεν με θεωρεί αισχρόν μαχαιροβγάλτην, αφού της εκηλίδωσα τα νειάτα της χαράς μας με αίμα της συγγενικόν, με ιδικόν της αίμα; Τι γίνεται η μυστική γυναίκα μου; τι λέγει εις τον ανεμοστρόβιλον του έρωτός μας τούτον;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν