United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαίνεται, γιατί στο δρόμο κάθεται μια γυναίκα λυγισμένη από τα γερατιά κι απλώνει παρακαλεστικά τα χέρια στον ανίλεο, που περνά μπροστά της χωρίς να την κοιτάξη. Κοντά όμως στο θάνατο στέκει ένα νέο ζευγάρι ερωτεμένων. Στο αυτί του νέου έχει σημάνει το κουδούνι του θανάτου και το απελπισμένο αγκάλιασμα της αγαπημένης δεν μπορεί να τον κρατήση.

Πρέπει να θέλει κανείς εκείνο που μπορεί και να μη φουσκώνει τα μυαλά του με ονείρατα και στείρους πόθους μεγαλείων που δε γίνονται. Πρέπει να ξεκαθαρίζει κανείς το τι θέλει. Τα ονείρατα κ' οι υπερβολικοί πόθοι παραλύουν και τον άνθρωπο και τα έθνη. Αν γίνει πάλι άξιο το έθνος, είναι δική του πάλι αργότερα και η Πόλη, και η Ανατολή και ό,τι άλλο θέλει.

Δεν δύναμαι να εννοήσω πώς μπορεί κανένας να είναι τρελλός, ώστε να αυτοχειριασθή· μόνη η σκέψις μού διεγείρει απέχθειαν. — Πώς σεις οι άνθρωποι, ανεφώνησα, διά να μιλήσετε περί ενός πράγματος, επιφωνείτε ευθύς: τούτο είναι ανόητον, τούτο είναι σοφόν, αυτό είναι καλόν, αυτό είναι κακόν!

Σωκράτης. Μπα! Και πώς; Μήπως καταδιώκεις κανένα που πετά; Ευθύφρων. Διόλου δεν πετά αυτός, τον οποίον εγώ καταδιώκω, διότι αυτός αντί να έχη πτερά, είναι τόσον γέρων, ώστε μόλις μπορεί να περιπατή. Σωκράτης. Ποίος λοιπόν είναι αυτός; Ευθύφρων. Είναι ο πατέρας μου ! Σωκράτης. Τι μου λέγεις; Ο πατέρας σου είναι; Ευθύφρων. Μάλιστα, ο πατέρας μου ! Σωκράτης.

Πολύ πιο δύσκολο είναι να μιλήση κανείς για κάτι παρά να το κάνη. Στην πραγματικότητα της ζωής αυτό είν' ολοφάνερο. Οποιοσδήποτε μπορεί να κάμη ιστορία. Μονάχα ο μεγάλος άνθρωπος μπορεί να τη γράψη. Δεν υπάρχει τρόπος ενεργείας ούτε είδος συγκινήσεως που να μην το συμμεριζόμαστε με τα κατώτερα ζώα.

Μον πάλι αν είν' αβόλευτο, και το 'χε το γραφτό μου, Να χωριστώ στα ζώντα μου το φίλον το δικό μου. Μηδέ μπορεί να γένη αλλιώς, παρά να το φτουρήσω. Από τ' εσέν' που λαχταρώ, πλιο χέρι να τραβήσω. Λιθάρι βάνω στην καρδιά, στα σωθικά μου πέτρα, Και παίρω την απόφασι, και μπαίνω σ' άλλα μέτρα. Αντίς να βασανίζομαι, να κολυμπώ στο δάκρυ, Τον κόσμο αρνιούμ' ολότελα, και τη ζωή στην άκρη.

Δεν μπορεί να είναι αλλοιώς, έλεγεν. Ο φονιάς πρέπει να ήταν μανισμένος μαζί του, και πρέπει να το ήξευρε. Αλλέως δεν μπορούσε να τον παραμονεύση αυτή την πρώτη την ημέρα, που πήρε την πόστα πάνου του. Είναι λοιπόν χωρίς άλλο χωριανός μας, ή κανείς από τα περίχωρα. Όταν επήραν αυτόν, που είχε πρώτα την πόστα, στην φυλακή, είπα πως έκαμεν ο Θεός κρίσι.

Εμάζευε τα εργαλεία τουσκεπάρνια, πριόνια, ροκάνια, και ητοιμάζετο να υπάγη στον ταρσανάν, ν' αρχίση το μεροκάματον. — Ακούς, τι σαματά κάνει! είπεν η γραία. Δεν μπορεί να μαζώξη τα σιδερικά του, χωρίς ν' ακουστή. Όποιος τον ακούει, θαρεί τι γίνεται! . . . — «Γύφτικο σπίτι καίεται», είπεν ειρωνικώς γελώσα η Αμέρσα.

Ακούοντας όμως του ναύτη τα λόγια επισωπάτησεν αλαφιασμένος, σαν να είδε το φίδι εμπρός του. Α! μα αυτό ήταν πάρα πολύ!... Τ' ήθελε ν' ανακατέψη τις γυναίκες στα πειράγματά του ο Στελόγιωργας; Ναι, αληθινά· και η μάνα του έβαζε ταμπάκο και η αδερφή του. Μπορεί να είνε συνήθεια του τόπου.

ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Είπες ότι ο μεγάλος καλλιτέχνης δεν μπορεί ν' αναγνωρίση την ομορφιά έργου διαφορετικού από το δικό του. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Του είναι αδύνατο αυτό.